«Η κυρίαρχη λογική του νομοσχεδίου είναι η ενίσχυση της επιχειρηματικής λειτουργίας και της περαιτέρω εμπορευματοποίησης των δημόσιων νοσοκομείων, αφού συνεχίζει την πολιτική υποστελέχωσης, προβλέπει την κάλυψη των κενών θέσεων είτε με μερική απασχόληση είτε με εκπλήρωση εξαμήνων από το αγροτικό, διατηρεί τη συνύπαρξη και σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και τέλος, ενισχύει τη λειτουργία των νοσοκομείων ως αυτοχρηματοδοτούμενες μονάδες, σε συνέχεια της πολιτικής που έχει καταστήσει τις επιχειρήσεις που λειτουργούν με ιδιωτικο-οικoνομικά κριτήρια». Αυτά τόνισε ο βουλευτής Λάρισας του ΚΚΕ Γ. Λαμπρούλης, τοποθετούμενος στη Βουλή επί του νομοσχεδίου της Κυβέρνησης για τη δευτεροβάθμια περίθαλψη, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Η Κυβέρνηση, με το εφεύρημα της απόκτησης κλινικής εμπειρίας, αξιοποιεί τους ανειδίκευτους γιατρούς για να μπαλώσει τις τρύπες στα Νοσοκομεία και τα Κέντρα Υγείας, κυρίως της επαρχίας, με στόχο να εξασφαλίσει φθηνό ιατρικό προσωπικό εξαιτίας των ελλείψεων σε ειδικευμένους και ειδικευόμενους γιατρούς.
Επιχειρείται μια ισορροπία και αντικειμενικότητα σε ένα σύστημα που είναι, ήδη, ανισόρροπο και άναρχο, έτσι όπως διαμορφωθεί από τις νομοθετικές παρεμβάσεις όλων των κυβερνήσεων μέχρι σήμερα. Οι όποιες παρεμβάσεις (οργανογράμματα κ.λπ.) δεν γίνονται με βάση τις λαϊκές ανάγκες, αλλά με τις ανάγκες των νοσοκομείων, οι οποίες, όμως, δεν ταυτίζονται με τις πρώτες. Για το ΚΚΕ, όλοι οι ειδικευμένοι γιατροί/οδοντίατροι πρέπει να εντάσσονται στην εργασία μετά την ολοκλήρωση της ειδικότητάς τους ως μοναδικό προαπαιτούμενο.
Προωθείται η προσαρμογή των δημόσιων δομών υγείας στους κανόνες της αγοράς, προβάλλοντας ως λύση την αιτία που δημιούργησε τα προβλήματα, με πιο τρανή απόδειξη τα προβλήματα που προέκυψαν από την επιστράτευση των αυτοαπασχολούμενων γιατρών στα δημόσια νοσοκομεία, στη διάρκεια της πανδημίας.
Όσον αφορά τη μερική απασχόληση, το ΚΚΕ είναι αντίθετο στο μέτρο, διότι πώς θα καλύπτονται οι ώρες και μέρες που οι ιδιωτικοί γιατροί θα απουσιάζουν από τα δημόσια νοσοκομεία. Με αυτόν τον τρόπο δεν διασφαλίζεται ούτε η συνέχεια του επιστημονικού έργου, αλλά ούτε και η συστηματική παρακολούθηση των ασθενών, στοιχείο απαραίτητο για τη φροντίδα και την αποκατάσταση της υγείας τους.