Χαρακτηριστικό είναι πως ενώ στο νομοσχέδιο περιέχονται τα μέτρα που είχε ανακοινώσει το καλοκαίρι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης μετά την παραδοχή της παρακολούθησης του Νίκου Ανδρουλάκη, δεν περιλαμβάνεται καμία ουσιαστική ρύθμιση για την ενημέρωση των θυμάτων παρακολούθησης και τους λόγους που οδήγησαν σε αυτή.
Η ΑΔΑΕ με ανακοίνωσή της δηλώνει την έκπληξή της για την εν λόγω απόφαση της κυβέρνησης, ενώ τονίζει ότι “ουδέποτε ενημερώθηκε αρμοδίως, ούτε ζητήθηκε με θεσμικά πρέποντα τρόπο η διατύπωση της γνώμης της”.
Τα σημεία του νομοσχεδίου, σύμφωνα με την ΑΔΑΕ, μεταβάλλουν “άρδην το κανονιστικό πλαίσιο που ίσχυσε επί σχεδόν 30 χρόνια σχετικά με την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών” ενώ, όπως καταλήγει η ανακοίνωση, τις προσεχείς ημέρες η Αρχή αναμένεται να στείλει τις δικές της προτάσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η κοινή δήλωση των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ που είναι μέλη στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, μιας και αναφέρονται στην τελευταία απολογιστική έκθεση της ΑΔΑΕ. Συγκεκριμένα, τα μέλη από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης τονίζουν ότι «η τελευταία απολογιστική έκθεση της ΑΔΑΕ για το έτος 2021, αποτελεί κόλαφο για την κυβέρνηση Μητσοτάκη καθώς αποκαλύπτει και τεκμηριώνει την αντιθεσμική της στάση και τον άκρως επικίνδυνο για την δημοκρατία ρόλο της στην υπόθεση των υποκλοπών». «Τα δεδομένα είναι αποκαλυπτικά: Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη με τον εκλεκτό της στην ΕΥΠ κ. Κοντολέοντα, εκτόξευσε τις παρακολουθήσεις πολιτών για λόγους εθνικής ασφάλειας, για τις οποίες δεν απαιτείται αιτιολογία, από 11.680 το 2019 σε 15.475 το 2021. Όπως όμως παρατηρεί η Ανεξάρτητη Αρχή, στη περίπτωση τέτοιων μαζικών ή χωρικών» άρσεων ανακύπτουν ζητήματα συμβατότητας της εγχώριας διαδικασίας με τους όρους και τις προϋποθέσεις της ΕΣΔΑ!», υποστηρίζουν.
«Η ΑΔΑΕ στηλιτεύει επίσης την διάταξη με την οποία η κυβέρνηση άλλαξε και μάλιστα με αναδρομική ισχύ, το νόμο ώστε να αποκλείσει την δυνατότητα ενημέρωσης του παρακολουθούμενου. Όπως επισημαίνει η Αρχή «η απουσία υποχρέωσης γνωστοποίησης στο θιγόμενο σε οποιοδήποτε στάδιο είναι ασύμβατη με την ΕΣΔΑ, καθώς στερεί από τον θιγόμενο τη δυνατότητα να αιτηθεί επανόρθωση για παράνομη επέμβαση στο δικαίωμά του βάσει του άρθρου 8 και, ως εκ τούτου, καθιστά τα διαθέσιμα βάσει του εθνικού δικαίου ένδικα μέσα προσχηματικά και απατηλά, παρά πρακτικά και αποτελεσματικά», προσθέτουν.
«Είναι πια απολύτως καταφανές με τον πλέον επίσημο και κατηγορηματικό τρόπο ότι ο κ. Μητσοτάκης, είναι ο αποκλειστικός υπεύθυνος για τον καθεστωτικό κατήφορο και την πρωτοφανή θεσμική εκτροπή, που πλήττουν ευθέως τη λειτουργία του κράτους δικαίου και των δημοκρατικών θεσμών» τονίζουν χαρακτηριστικά και καταλήγουν στη δήλωση τους: «Το ελάχιστο που είχε να κάνει ήταν να καταργήσει άμεσα την κατάπτυστη αντισυνταγματική διάταξη που απαγορεύει την ενημέρωση του θύματος παρακολούθησης για λόγους εθνικής ασφάλειας, αντί να καταθέσει το πρόσφατο νομοσχέδιο που ουσιαστικά θεσμοθετεί την Ομερτά».
ΤΟ ΚΚΕ
Ανακοίνωση εξέδωσε το ΚΚΕ, στην οποία τονίζει πως «το νομοσχέδιο της κυβέρνησης για τη λεγόμενη προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών επιβεβαιώνει όλα όσα ανέδειξε το ΚΚΕ γι’ αυτή τη δυσώδη υπόθεση: Ότι με ευθύνη της ΝΔ και των άλλων αστικών κομμάτων, ανοίγουν νέοι αντιδραστικοί δρόμοι για τη θωράκιση και ενίσχυση του κράτους, των υπηρεσιών παρακολούθησης και καταστολής». Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο «δε βάζει μόνο ταφόπλακα στην αλήθεια για τις υποθέσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, αλλά ενισχύει περαιτέρω όλο το αντιδραστικό θεσμικό πλαίσιο του ‘ουδείς εξαιρείται των παρακολουθήσεων’», σημειώνει.
Το ΚΚΕ υποστηρίζει ότι το νομοσχέδιο της κυβέρνησης για τις παρακολουθήσεις «αναβαθμίζει τη δράση της ΕΥΠ και τις λειτουργίες του αστικού επιτελικού κράτους, με σημαία την ‘εθνική ασφάλεια’ του κεφαλαίου». Και συμπληρώνει πως «αυτή η ‘εθνική ασφάλεια’ ορίζεται στο νομοσχέδιο της ΝΔ με τρόπο που αποκαλύπτει ότι από τη φύση της στοχεύει στον ‘εχθρό λαό’». Όσο για τα κατασκοπευτικά λογισμικά, «με βάση και τις κατευθύνσεις της ΕΕ», επισημαίνει, «όχι απλά δεν απαγορεύονται, αλλά με τον πλέον επίσημο τρόπο νομιμοποιούνται στα χέρια των κρατικών αρχών και μυστικών υπηρεσιών».«Είναι ‘στάχτη στα μάτια’ του κόσμου ότι όλος αυτός ο βούρκος του συστήματος – που στηρίζεται σε αντιλαϊκές συνταγματικές και άλλες νομοθετικές ρυθμίσεις, στο ‘δίκαιο’ της ΕΕ – μπορεί να πλαισιωθεί με ρυθμίσεις και όρους που δήθεν θα προστατεύουν το λαό και τα δικαιώματά του, όπως προβάλλουν ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ», υποστηρίζει ο Περισσός.
Και καταλήγει πως μόνο ο λαός θα δώσει τη λύση, «με την πάλη του ενάντια στο σάπιο καπιταλιστικό σύστημα και το κράτος του, σε συμπόρευση με το ΚΚΕ».
Οικονόμου: Η ΕΥΠ δεν είναι ούτε ΕΦΚΑ ούτε Πολεοδομία
Καινοτομίες βλέπει στο νομοσχέδιο κατά των υποκλοπών και χρήσης κακόβουλων λογισμικών ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Γιάννης Οικονόμου, σε δηλώσεις που παραχώρησε στον ρ/σ ”ΣΚΑΪ 100,3”. Αναφέρθηκε αρχικά σε δύο «πολύ ενδιαφέρουσες εξελίξεις», όπως είπε. «Πρώτα απ’ όλα, ο κ. Μαντζουράνης, αφού επικαλέστηκε στην αρχή ότι όντως δεν υπάρχουν στοιχεία και τεκμήρια γι’ αυτά τα οποία ισχυρίζεται η αξιωματική αντιπολίτευση και διάφοροι βραχίονες πέριξ του ΣΥΡΙΖΑ, μετά φωτογράφισε μια επανάληψη της υπόθεσης Novartis. Ξαναμίλησε πάλι για κάποιες υποτιθέμενες πηγές, οι οποίες, εφόσον φορέσουν κουκούλες, θα μπορούν να πουν πράγματα, νομίζω αντίστοιχης αξιοπιστίας και σοβαρότητας με αυτά που είπαν και στην υπόθεση Novartis. Είναι τόσο οφθαλμοφανής ο συσχετισμός, που προδίδει θα έλεγα τον σχεδιασμό και τη σκοπιμότητα από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, για τον τρόπο εξέλιξης όλης αυτής της υπόθεσης. Το δεύτερο αφορούσε στην αποκάλυψη της κυρίας Φωτίου στη Βουλή, ότι υπάρχουν κέντρα τα οποία, επειδή η κυβέρνηση δεν έκοψε και δεν έραψε στα μέτρα τους, ενδεχομένως, το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ, προστατεύοντας το δημόσιο συμφέρον, έχουν εξαπολύσει αυτού του είδους την επίθεση εναντίον της κυβέρνησης. Και κομβικό κομμάτι αυτού του σχεδίου, αυτής της επίθεσης, είναι η ιστορία υποκλοπών. Είναι λόγια τα οποία είπε η ίδια η κυρία Φωτίου χθες», τόνισε ο κ. Οικονόμου. Αναφορικά με το θέμα των κακόβουλων λογισμικών, είπε: «Έχουμε κατηγορηματικά δηλώσει ότι η ελληνική Πολιτεία δεν έχει συνδιαλαγεί με τον οποιοδήποτε τρόπο με τις εταιρείες κατασκευής και παραγωγής αυτών των κακόβουλων λογισμικών και καμιά Αρχή ασφαλείας στον τόπο μας δεν έχει χρησιμοποιήσει αυτά τα κακόβουλα λογισμικά. Θέλω, όμως, να είμαι σαφής. Δεν έχουμε κάποια πληροφορία ότι ήταν πολιτικά πρόσωπα σε παρακολούθηση. Με τις θεσμικές παρεμβάσεις που δώσαμε χθες σε δημόσια διαβούλευση, κυρίως σε ό,τι αφορά το θέμα των πολιτικών προσώπων, έρχεται η κυβέρνησή μας και βάζει πλέον πάρα-πάρα πολύ αυστηρές προδιαγραφές και προϋποθέσεις, προκειμένου να ξεκινήσει η διαδικασία νόμιμης επισύνδεσης ενός πολιτικού προσώπου. Και δύο εισαγγελείς και πριν φτάσουμε στον εισαγγελέα να δοθεί άδεια για την εκκίνηση της διαδικασίας από πολιτειακό παράγοντα αυξημένου κύρους και ευρύτερης αποδοχής, όπως είναι ο πρόεδρος της Βουλής.
Εξήγησε μάλιστα ότι «ο πρόεδρος της Βουλής προστέθηκε διότι είναι ένας πολιτειακός παράγοντας αυξημένου κύρους, ένα πολιτειακός παράγοντας ο οποίος τα τελευταία πολλά χρόνια δεν εκλέγεται με τις ψήφους μόνο του κόμματος της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, αλλά ευρύτερα» και σημείωσε: «Θα μπορεί να σταθμίσει ο πρόεδρος της Βουλής, εάν πράγματι τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του, οι εισηγήσεις, οι φάκελοι, αυτά που φαίνεται να συνιστούν απειλή για την εθνική ασφάλεια, είναι τόσο άμεσα, τόσο δυνατά, για να δώσει την άδειά του, προκειμένου οι εισαγγελείς ν’ αποφασίσουν. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υπογράμμισε στη συνέχεια ότι η συζήτηση αυτή, έτσι όπως έχει εξελιχθεί στην Ελλάδα και με όλα τα τελευταία που δίνουν άλλες διαστάσεις στο πρόβλημα, «μας κάνει να ξεχνάμε κάτι πολύ βασικό» και εξήγησε: «Πέραν όλων των υπολοίπων, εδώ μιλάμε για κρίσιμες Υπηρεσίες, που έχουν να κάνουν με την ασφάλεια του κράτους. Όχι ενός κράτους που βρίσκεται στο κέντρο της Ευρώπης και δεν έχει, ενδεχομένως, τις απειλές και τα προβλήματα που έχουμε εμείς με την Τουρκία, με υβριδικές απειλές. Η τριετία, λοιπόν, αφενός μεν είναι κάτι που ισχύει σε άλλα κράτη με λιγότερα προβλήματα από εμάς, αφετέρου είναι ένα ικανό χρονικό διάστημα για να σταθμίσει κανείς, και κυρίως εκείνοι που θα δώσουν την άδεια, οι οποίοι δεν είναι κυβερνητικοί, είναι υπηρεσιακοί αξιωματούχοι, αν όντως το θέμα της εθνικής ασφάλειας, για το οποίο κάποιος, ενδεχομένως, παρακολουθούνταν, έχει πάψει να υφίσταται ως απειλή και δεν θα προκαλέσει και δευτερογενείς επιπτώσεις η αποκάλυψη της παρακολούθησης κάποιου προσώπου σε κάτι άλλο».
«Η ΕΥΠ δεν είναι ούτε ΕΦΚΑ, ούτε Πολεοδομία για να τα κάνουμε όλα με έναν τρόπο τόσο απλά, όσο φαντάζεται κανείς ότι μπορεί να είναι», κατέληξε.