Στο πλαίσιο έρευνας της γερμανικής Δικαιοσύνης καλούνται τώρα να δώσουν εξηγήσεις στις ανακριτικές Αρχές της Ελλάδας, ύστερα από αίτημα δικαστικής συνδρομής, κινδυνεύοντας ακόμη και με σύλληψη.
Οι ίδιοι υποστηρίζουν πως παγιδεύτηκαν με τη μέθοδο της υποκλοπής προσωπικών δεδομένων, το λεγόμενο phising, τονίζοντας ότι δέχθηκαν παραπλανητικά μηνύματα στα κινητά τους τηλέφωνα, που τους ειδοποιούσαν για υποτιθέμενους ελέγχους ασφαλείας των χρηματοπιστωτικών τους ιδρυμάτων.
Έχοντας πειστεί για τους δήθεν ελέγχους, σύμφωνα με όσα αναφέρουν, δέχθηκαν να αποστείλουν τα στοιχεία της αστυνομικής ταυτότητας και μία φωτογραφία, όπως τους ζήτησαν οι άγνωστοι αποστολείς αυτών των μηνυμάτων.
Αυτό που δεν μπορούσαν να φανταστούν τότε ήταν ότι στο όνομά τους θα διενεργούνται διαδικτυακές απάτες για μεγάλη χρονική περίοδο, χωρίς οι ίδιοι – όπως επισημαίνουν – να έχουν απολύτως καμία γνώση.
Η περίπτωση της Θεσσαλονίκης
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση γυναίκας από τη Θεσσαλονίκη, η οποία εμφανίζεται ως δικαιούχος τρεχούμενου λογαριασμού σε γερμανική τράπεζα άμεσης εξυπηρέτησης («ψηφιακή»), με έδρα το Βερολίνο, η οποία ειδικεύεται στη διαχείριση λογαριασμών μέσω έξυπνων κινητών (smartphones).
Στον λογαριασμό αυτόν, όπως αναφέρουν τα έγγραφα των γερμανικών διωκτικών αρχών, κατέληξαν χρήματα από διαδικτυακές αγορές εμπορευμάτων, που όμως ουδέποτε παραδόθηκαν στους αγοραστές, αλλά και μεταφορές ποσών από άλλους λογαριασμούς της ίδιας τράπεζας, με την προέλευση των χρημάτων αυτών να χαρακτηρίζεται ύποπτη.
Όπως προέκυψε από εσωτερική έρευνα της τράπεζας, τα ποσά αυτά προωθήθηκαν αμέσως σε πλατφόρμα συναλλαγών, όπου μπορούν να διαπραγματεύονται κρυπτονομίσματα ή να αποσύρονται μέσω χρεωστικής κάρτας.
Σύμφωνα με τα ίδια γερμανικά έγγραφα, ο συγκεκριμένος λογαριασμός μπλοκαρίστηκε, ενώ η εν λόγω ψηφιακή τράπεζα απευθύνθηκε – όπως σε όλες τις υπό εξέταση περιπτώσεις – στη γερμανική Μονάδα Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών, υποβάλλοντας έκθεση για ύποπτη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
«Δεκαδες οι περιπτωσεις
εμπλεκομενων Ελληνων»
Οι περιπτώσεις Ελλήνων που έπεσαν θύματα αυτής της πρακτικής είναι δεκάδες, όπως εκτιμά ο δικηγόρος Θεόδωρος Καραγιάννης, που εκπροσωπεί κάποιους απ’ αυτούς.
«Η ποινική διαδικασία ξεκίνησε με αίτημα για Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας από τις αρμόδιες Εισαγγελίες της Γερμανίας» επισημαίνει, μιλώντας στο ΑΠΕ – ΜΠΕ.
Όσο για το σύνολο των περιπτώσεων που κλήθηκαν από τον ανακριτή, προσθέτει ο ίδιος: «Οι εντολείς μας είχαν στείλει αυτοβούλως μέσω Ίντερνετ τα στοιχεία τους μετά από μηνύματα εξαπάτησης που δέχτηκαν».
Αναφέροντας ενδεικτικά κάποιες από τις περιπτώσεις που χειρίζεται, ο κ. Καραγιάννης σημειώνει ότι οι εντολείς του έλαβαν e-mail με «εικονικό αποστολέα» – τράπεζα, στην οποία διατηρούσαν λογαριασμό και τους ζητούσαν κατεπειγόντως να στείλουν προσωπικά τους στοιχεία για να αποφευχθεί προσπάθεια αφαίρεσης των χρημάτων τους από «hackers».
«Mάλιστα, ήταν τόσο αληθοφανή τα μηνύματα, που μόνο ένας έμπειρος χρήστης του Διαδικτύου θα μπορούσε να το αντιληφθεί», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Όσον αφορά στη διαδικασία της Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας, ο κ. Καραγιάννης χαρακτηρίζει προβληματικό το νόμο που αφορά το ενδεχόμενο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης καθώς, όπως εξηγεί, «οι σχετικές διατάξεις είναι ιδιαιτέρως ανελαστικές, χωρίς να αφήνουν στις ελληνικές δικαστικές Αρχές περιθώρια να ερευνήσουν την ουσία της υπόθεσης και να προστατεύσουν τους κατηγορούμενους από ενδεχόμενη φυλάκιση, ακόμη και αν ξεκάθαρα δεν έχουν καμία ποινική ευθύνη».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ