«Απαιτείται μια ολιστική αντιμετώπιση του προβλήματος. Είναι ένα ευρωπαϊκό, ένα παγκόσμιο πρόβλημα. Θα υπάρχουν και θανατηφόρα ατυχήματα και το ζητούμενο είναι να μειώσουμε αυτές τις πιθανότητες συγκρούσεων», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Βλάχος, στα ερευνητικά αντικείμενα του οποίου περιλαμβάνονται η αειφορική κάρπωση θηραματικών ειδών, ο έλεγχος ανεπιθύμητων ειδών και η εκτροφή και απελευθέρωση θηραματικών ειδών.
«Θα έπρεπε να έχει γίνει μία ολοκληρωμένη μελέτη απογραφής της πυκνότητας και της πληθυσμιακής κατάστασης του αγριογούρουνου στην Ελλάδα, να καταγραφούν οι κρίσιμες περιοχές, να δούμε την ομομιξία με το οικιακό χοίρο, να γίνει ξεκαθάρισμα, να θανατωθούν, να απομακρυνθούν πάρα πολλά που αποκλίνουν με βάση τον φαινότυπο από τον αγριόχοιρο και να υπάρχει διαρκής παρακολούθηση της πληθυσμιακής τους κατάστασης», ανέφερε ο κ. Βλάχος. Ο καθηγητής του ΑΠΘ διευκρίνισε ότι το πρόβλημα στην Ελλάδα όπως και στις περισσότερες χώρες δεν περιορίζεται σε κάποιες περιοχές, αλλά έχει να κάνει με την ανάπτυξη του οδικού δικτύου και την ανθρώπινη παρέμβαση με την οδοποιία σε δασικά οικοσυστήματα. «Παντού υπάρχει πρόβλημα. Στη Χαλκιδική, αυτή τη στιγμή καταστρέφουν μασουλώντας τις σωληνώσεις που ποτίζουν ελιές», σημείωσε.
Σε ό,τι αφορά τις μεθόδους ελέγχου του πληθυσμού αλλά και τις πρακτικές που ακολουθούνται διεθνώς εξήγησε ότι υπάρχουν πολλά είδη επεμβάσεων. «Οι Αυστραλοί τα παρακολουθούν με ελικόπτερα και τα θανατώνουν, άλλοι εφαρμόζουν στειρώσεις με χημικά, ηλεκτροφόρα στις καλλιέργειες κλπ», σημείωσε.
«ΠΕΡΙΦΡΑΞΕΙΣ»
Για την Ελλάδα, ο κ. Βλάχος εξέφρασε την άποψη ότι «το κυνήγι μπορεί να αποτελέσει τη βάση για τον έλεγχο του πληθυσμού, [...] και είναι αναγκαίο να οριοθετήσουμε χρονικά πότε θα γίνονται οι επεμβάσεις με επίβλεψη πληθυσμών».
«Είναι επίσης κρίσιμο να μειώσουμε τα αναπαραγόμενα θηλυκά, που η αναπαραγωγική ικανότητά τους δεν ελέγχεται εύκολα. Χρειάζονται παρεμβάσεις διαρκώς, αυτό κάνουν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες», σημείωσε, προσθέτοντας ότι πέραν των τροχαίων ατυχημάτων, γιγαντώνονται τα προβλήματα στον γεωργικό τομέα, καθώς από τα αγριογούρουνα που αναζητούν τροφή, «καταστρέφονται και χάνονται σοδειές και οι άνθρωποι της υπαίθρου εγκαταλείπουν τις καλλιέργειες τους».
Μια ολοκληρωμένη προσέγγιση στο πρόβλημα, σύμφωνα με τον καθηγητή, ως διαδικασία απαιτεί χρονικά τουλάχιστον 2-3 έτη και τη συνεργασία της πολιτείας, φορέων και οργανώσεων.
Σε ό,τι αφορά τις δυνατότητες αποτροπής τροχαίων ατυχημάτων τόνισε: «Καταρχήν πρέπει να υπάρχουν σε προστατευόμενες περιοχές, όπως στη Βόλβη, σημάνσεις για την πιθανή διέλευση αγριογούρουνων, αλλά απαιτείται και συμμόρφωση των οδηγών, όταν υπάρχουν αυτές οι πινακίδες να ελαττώνουν την ταχύτητα ώστε να έχουν περιθώριο αντίδρασης. Επιπλέον σε κάποια επαναλαμβανόμενα τμήματα με στροφές -όχι στην Εγνατία Οδό- σε σημεία που έχουν καταγραφεί συχνά ατυχήματα, στις στροφές αυτές να γίνουν περιφράξεις, ώστε να οδηγείται το κοπάδι σε σημείο όπου ο οδηγός θα έχει ορατότητα και θα μπορεί να αντιδράσει».