εν μέσω και της έντασης της κλιματικής αλλαγής, να ασκείται ακόμη και στις ταράτσες οικοδομών στις πόλεις.
Αυτό ανέφερε μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ειδικός σύμβουλος του Επιμελητηρίου Χαλκιδικής, Δημήτρης Μήντος. Επισημαίνοντας ότι σήμερα η ενυδροπονία βρίσκεται στα σπάργανα στην Ελλάδα τόνισε ότι «πρέπει να πατήσουμε γκάζι και να τρέξουμε ολοταχώς προς την ενυδροπονία, αν δεν θέλουμε να βρεθούμε εκτός της παγκόσμιας αγοράς στις επόμενες 10ετίες. Είναι ένα στοίχημα που πρέπει να κερδίσουμε».
Σήμερα στην Ελλάδα οι υδροπονικές καλλιέργειες καλύπτουν συνολικά 1.750 στρέμματα, με στοιχεία του 2018, εκ των οποίων τα 400 στρέμματα στην Β. Ελλάδα, 150 στρέμματα, στην Κεντρική Ελλάδα, 300 στρ. στην Αττική και σε ελληνικά νησιά, 450 στρ. στην Πελοπόννησο, 100 στρ. στη Δυτική Ελλάδα και 350 στρ. στην Κρήτη. Η υδροπονική καλλιέργεια της τομάτας, καλύπτει τις μισές εκτάσεις και ακολουθούν τα αγγούρια σε ποσοστό 25%, τα άνθη -κυρίως χρυσάνθεμα και γαρύφαλλα-κατά 15% και οι πιπεριές, μαρούλια, κολυθάκια και μελιτζάνες κατά 10%.
Τα στοιχεία αυτά συνέλλεξε το Επιμελητήριο Χαλκιδικής στο πλαίσιο υλοποίησης του ευρωπαϊκού προγράμματος Erasmus, με τίτλο «Smart Farming 4All», που είναι σε εξέλιξη και θα διαρκέσει έως τον Νοέμβριο του 2021, ύψους 156.000 ευρώ και εταίρους του έργου το Επιμελητήριο Χαλκιδικής, δύο φορείς από τη Βουλγαρία, και από έναν από Ρουμανία, Κύπρο και Τουρκία.
Σύμφωνα με τον κ. Μήντο, στο πλαίσιο υλοποίησης του προαναφερόμενου έργου, διαπιστώθηκε μέσω έρευνας ότι ειδικά στον Νομό Χαλκιδικής η ενυδροπονία όχι μόνο δεν ασκείται, αλλά είναι και παντελώς άγνωστη στους καλλιεργητές. «Παρόμοια είναι η κατάσταση και στην υπόλοιπη Ελλάδα, όπως προκύπτει και από το σύνολο των υδροπονικών καλλιεργειών», τόνισε ο ίδιος και πρόσθεσε πως «η άσκησή της δεν είναι εύκολη υπόθεση, παρά τα πολλαπλά οφέλη της, και για να μπει το νερό στο αυλάκι θα πρέπει ο εν δυνάμει καλλιεργητής να μπορεί να συνδυάσει την ιδιότητά τους ως παραγωγός, με μεθόδους της επιστήμης και του επιχειρείν».
ΤΑ ΥΠΕΡ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΝΥΔΡΟΠΟΝΙΑΣ
Ο όρος «Ενυδροπονία» αναφέρεται στην ενσωμάτωση δύο στοιχείων σε ένα σύστημα: την υδατοκαλλιέργεια, που αφορά στην πρακτική της εκτροφής- μεταξύ άλλων- ψαριών και υδρόβιων φυτών- και την υδροπονία, που αφορά στην πρακτική της καλλιέργειας φυτών χωρίς χώμα.
Μια μονάδα ενυδροπονίας είναι ένα συμβιωτικό περιβάλλον. Tα φυτά λαμβάνουν νερό με θρεπτικά συστατικά που παράγονται από την επεξεργασία των αποβλήτων των ψαριών που καλλιεργούνται στο ίδιο κλειστό σύστημα και σε αντάλλαγμα, οι εγκαταστάσεις παρέχουν «φιλτραρισμένο» νερό για τα ψάρια.
Σημαντικά οφέλη της ενυδροπονίας είναι τα εξής: Ένα ενιαίο σύστημα που παράγει δύο προϊόντα, μπορεί να εφαρμοστεί σε μη καλλιεργήσιμη γη και δεν χρησιμοποιεί λιπάσματα ή χημικά φυτοφάρμακα. Στις αδυναμίες της ενυδροπονίας, συγκαταλέγονται: υψηλή αρχική οικονομική επένδυση και απαιτούμενες γνώσεις. Τέτοια συστήματα απαιτούν σχολαστική διαχείριση και δεν υπάρχει περιθώριο για λάθη. Τα συστήματα αυτά απαιτούν επίσης μια συνεπή και αξιόπιστη πηγή ηλεκτρικής ενέργειας. Πρωτοπόροι της ενυδροπονίας εδώ και 10ετίες, είναι -σύμφωνα με τον κ. Μήντο- η Ολλανδία και η Δανία.