Στο Συμβούλιο της Επικρατείας είχαν προσφύγει 22 εκπαιδευτές οδηγών αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών, οι οποίοι παράλληλα είχαν την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου ή συνταξιούχου του Δημόσιου, του ευρύτερου Δημόσιου τομέα και των ΝΠΔΔ.
Στην άιτησή τους ζητούσαν να «εξαφανιστούν» οι σχετικές αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της ισότητας, καθώς ο περιορισμός αυτός επιβάλλεται σε συγκεκριμένη κατηγορία εκπαιδευτών, χωρίς να καταλαμβάνει εκπαιδευτές χειριστών αεροπλάνων, ελικοπτέρων κ.λπ., που κατέχουν αντίστοιχες θέσεις στο Δημόσιο κ.λπ. και τελούν υπό ουσιωδώς όμοιες συνθήκες, ενώ ορισμένοι εκ των προσφευγόντων είναι τρίτεκνοι και προστατεύονται από το άρθρο 21 του Συντάγματος.
Το Εφετείο είχε κρίνει ότι οι διατάξεις του νόμου 4413/2016 ως προς το σκέλος που καθιερώνουν το ασυμβίβαστο του επαγγέλματος του εκπαιδευτικού των Σχολών Οδηγών, δεν αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας (άρθρο 4 Συντάγματος), της επαγγελματικής ελευθερίας (άρθρο 5 Σ.), της ελευθερίας της εργασίας (άρθρο 22 Σ.) και της αναλογικότητας (άρθρο 25 Σ.).
Τελικά, το Δ’ Τμήμα του ΣτΕ απέρριψε τις εφέσεις των εκπαιδευτών ως αβάσιμες, επαναλαμβάνοντας στην ουσία το σκεπτικό των εφετειακών αποφάσεων.