Πρέπει να περιμένουμε το πώς θα γίνει ο περαιτέρω κανονισμός και η διαμόρφωση της χρήσης, αλλά δεν θέλω να κρύψω ότι λυπούμαστε για την απόφαση, για τον τερματισμό δηλαδή της αποκλειστικής χρήσης του κτίσματος ως μουσείου, διότι το καθεστώς μουσείου έδινε ανά πάσα στιγμή τη δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης σε αυτό το αριστούργημα σε ανθρώπους κάθε πίστης», ήταν τα λόγια του κ. Ζάιμπερτ.
Από την πλευρά του υπουργείου Εξωτερικών, ο εκπρόσωπος Ράινερ Μπρόιλ επισήμανε ότι η Αγία Σοφία περιλαμβάνεται στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO από το 1985, «λόγω της υλικής και άυλης αξίας της» και ανήκει στην κληρονομιά της ανθρωπότητας.
«Από την έναρξη των διεργασιών για την αλλαγή χρήσης έπρεπε να έχει υπάρξει διαβούλευση με την αρμόδια Επιτροπή της UNESCO και αυτό δυστυχώς δεν έγινε. Αυτό συμβάλλει περαιτέρω στη λύπη μας», τόνισε ο κ. Μπρόιλ σύμφωνα με το Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, για να προσθέσει ότι «δικαιολογημένα, όταν μιλάμε στην UNESCO για Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς και για τη διατήρησή τους, προσπαθούμε να αφήσουμε απέξω την διεθνή πολιτική».
«Αυτό για το οποίο μιλάμε είναι άλλο θέμα», συνέχισε, για να υπογραμμίσει ότι «πρόκειται για την κληρονομιά της ανθρωπότητας και για τη διατήρησή της και δεν πρόκειται για πολιτικές σχέσεις ή για πολιτική διαμάχη μεταξύ μεμονωμένων κρατών». Αυτή, επισήμανε, είναι η προσέγγιση της γερμανικής κυβέρνησης και αυτήν θέλει να συνεχίσει να έχει σε ό,τι αφορά τα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς.
«Το θέμα μας ενδιαφέρει, μόλις το είπαμε. Και για αυτό υπάρχουν οι σωστές πλατφόρμες για να συζητηθεί - η UNESCO περιλαμβάνεται σε αυτές - και δεν έχει ακόμη οριστεί πότε θα πραγματοποιηθεί η συνεδρίαση που ακυρώθηκε λόγω COVID-19. Και τότε σίγουρα θα τεθεί στην ημερήσια διάταξη.
Υπό αυτή την έννοια δεν μας είναι αδιάφορο. Θα μιλήσουμε για αυτό, αλλά δεν θα πετύχετε να το συνδέσω εδώ με τις πολιτικές σχέσεις με την Τουρκία, όπου μιλάμε και για εντελώς διαφορετικά θέματα», κατέληξε ο εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου.