Μεταξύ άλλων σημειώνει: «Οι καταναλωτές, που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες, πρέπει να έχουν δικαίωμα να αναβάλλουν τις μηνιαίες δόσεις των δανείων τους, για τουλάχιστον έξι μήνες. Το δικαίωμα για την αναβολή των δόσεων πρέπει να αφορά σε όλα τα είδη των δανείων των καταναλωτών, ενυπόθηκων και μη (π.χ. δάνεια για την αγορά αυτοκινήτου, καταναλωτικά δάνεια, πιστωτικές κάρτες, στεγαστικά, υπερανάληψη κ.λπ.), που χορηγούνται από τράπεζες, αλλά και από μη τραπεζικά ιδρύματα. Ας μην ξεχνάμε ότι πολλοί καταναλωτές χαμηλών εισοδημάτων κατέφυγαν στα καταναλωτικά δάνεια, για να καλύψουν πραγματικές και/ή καθημερινές ανάγκες. Είναι, λοιπόν, σημαντικό να βοηθηθούν αυτοί οι ευάλωτοι δανειολήπτες. Η αναβολή πρέπει να καλύπτει και το κεφάλαιο και τους τόκους.
Δεν πρέπει να επιβληθούν ούτε τόκοι, ούτε άλλες χρεώσεις, κατά την περίοδο της αναβολής. Η επιβολή τόκων, που θα προστεθούν στο κεφάλαιο, κατά τη διάρκεια της αναβολής, θα αυξήσει το συνολικό κόστος, για τους καταναλωτές και θα δυσκολέψει ακόμα περισσότερο την αποπληρωμή των δανείων τους. Τα κριτήρια, με βάση τα οποία ένας καταναλωτής θα αποκτήσει το δικαίωμα της αναβολής πληρωμής δόσεων δανείου, δεν πρέπει να είναι πολύ αυστηρά, για να μην αποθαρρυνθούν οι ευάλωτοι δανειολήπτες να ζητήσουν την αναβολή πληρωμής. Όσο διαρκεί η κρίση του κορονοϊού να απαγορευτούν οι πλειστηριασμοί α’ κατοικίας».