Όμως τι λένε γι’ αυτό οι ψυχολόγοι;
«Αγωνία, άγχος, πανικός, ανησυχία για τον εαυτό μας, αλλά και για τους αγαπημένους μας ανθρώπους, αλλά και αδιαφορία, άγνοια, άρνηση ή υποτίμηση του προβλήματος, είναι η γκάμα των συναισθηματικών αντιδράσεων γύρω από το θέμα», εξηγεί στο ΑΠΕ η δρ Ίλια Θεοτοκά, κλινική ψυχοθεραπεύτρια στην Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο.
Η αβεβαιότητα και οι αντιφατικές πληροφορίες που προκύπτουν σε μια πανδημία, όπως εξηγεί, μπορούν να οδηγήσουν σε ακραίες σπασμωδικές αντιδράσεις, σε απειλή της κοινωνικής συνοχής, αλλά και επιβάρυνση των ψυχικά ευάλωτων ατόμων.
Άραγε πώς μπορεί να νιώθουν αυτοί οι πρώτοι άνθρωποι που «έφεραν» τον ιό στη χώρα;
Η κα Θεοτοκά επισημαίνει πως «από τη μία, το ψυχολογικό φορτίο είναι βαρύ, από την άλλη, γνωρίζουν ότι δεν φταίνε γι’ αυτό που τους συνέβη. Ίσως είναι αυτοί οι άνθρωποι που πρέπει να μιλήσουν και να περιγράψουν το πώς νιώθουν για να μπορέσουμε να τους καταλάβουμε και να μειώσουμε το στίγμα. Όπως γίνεται με όλες τις ασθένειες, λιγότερο ή περισσότερο σοβαρές, οι μαρτυρίες των ασθενών, οι προσωπικές τους εμπειρίες, ο τρόπος που διαχειρίστηκαν τη διάγνωση και την θεραπεία, αλλά και όλα τα στάδια της πορείας της νόσου, αποτελούν πάντα ιδιαίτερα πολύτιμες πληροφορίες, τόσο για τους συνασθενείς τους, αλλά και για τους συνανθρώπους που δεν νοσούν, και ασφαλώς για τους γιατρούς και την επιστημονική εν γένει κοινότητα».
«Να μην αφήσουμε το στίγμα να εμποδίσει την πρόληψη και τις υπεύθυνες συμπεριφορές».
Όπως τονίζει η κα Θεοτοκά όταν οι άνθρωποι αυτοί στιγματίζονται, διαχωρίζονται, όταν τους χειριζόμαστε σαν να είναι «μίασμα», τότε χάνουν τις υπόλοιπες ιδιότητές τους και ο φόβος και οι προκαταλήψεις διασπείρονται στην κοινότητα. Είναι πολύ σημαντικό να αντιμετωπίσουμε το στίγμα εξηγεί, καθώς όταν υπάρχει στίγμα, οι άνθρωποι κρύβουν την ασθένεια, για να αποφύγουν τη διάκριση, δεν ζητούν αμέσως ιατρική βοήθεια και αποθαρρύνονται από το να υιοθετούν υγιείς συνήθειες.
«Όταν στιγματίζουμε κάποιους ανθρώπους, συγχρόνως στιγματίζουμε τους φίλους τους, την οικογένειά τους και την ευρύτερη κοινότητα στην οποία ανήκουν. Έτσι, άνθρωποι που δεν έχουν τη νόσο, αλλά έχουν κοινά χαρακτηριστικά με την ομάδα στην οποία ανήκουν τα άτομα που νοσούν, υφίστανται και αυτοί το στίγμα. Ο φόβος συνδέεται με τους ανθρώπους, και όχι με τη νόσο αυτή καθαυτή, αρχίζουμε να φοβόμαστε τους ανθρώπους και όχι την νόσο, πράγμα που δεν μας βοηθά να εστιάσουμε την προσοχή στα μέτρα πρόληψης, στην προσωπική υγιεινή και τη φροντίδα των αγαπημένων μας ανθρώπων». Αυτές οι στάσεις ζωής, επισημαίνει, υποδαυλίζουν την κοινωνική συνοχή, οδηγούν σε κοινωνική απομόνωση συγκεκριμένων ομάδων, οι οποίες αν δεν ήταν απομονωμένες, θα μπορούσαν να συμβάλλουν στη μειωμένη μετάδοση της νόσου.
Ακόμα και οι φράσεις που χρησιμοποιούμε για τον κορονοϊό, είναι ικανές από μόνες τους, να τον περιορίσουν ή να τον διασπείρουν. «Ο τρόπος με τον οποίο, γιατροί, ηγεσία του Υπουργείου Υγείας και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης επικοινωνούν τη νόσο, αποτελεί καθοριστικό παράγοντα που επηρεάζει την ψυχολογική κατάσταση των ανθρώπων, την τήρηση των μέτρων προφύλαξης, την ανάπτυξη αλληλεγγύης και τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Οι λέξεις, δε, που επιλέγονται από τους δημοσιογράφους πρέπει να είναι πολύ συγκεκριμένες και χωρίς έντονο συναισθηματικό φορτίο, γιατί οι λέξεις αυτές διαμορφώνουν την κοινή γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων στην καθημερινότητά τους (οι άνθρωποι δανειζόμαστε συχνά το λεξιλόγιο των δημοσιογράφων, για να περιγράψουμε μία κατάσταση, ειδικά για πολύ ειδικά θέματα, όπως είναι το θέμα του κορονοϊού)» αναφέρει η κα Θεοτοκά.
Οδηγίες από την ηγεσία του Υπουργείου Υγείας, τους ειδικούς επιστήμονες και τους δημοσιογράφους, που δίνονται με τον κατάλληλο τρόπο, μειώνουν το άγχος και την αβεβαιότητα και συμβάλλουν στην υιοθέτηση σωστής και συνετής στάσης απέναντι στη νόσο, καταλήγει.