ΑΘΗΝΑ
Η πρόεδρος της Βουλής αποφάσισε να καλέσει τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννη Στουρνάρα να παρουσιαστεί στην Επιτροπή την Τρίτη για την υπόθεση της Siemens.
Σύμφωνα με πληροφορίες , ο κ. Στουρνάρας δεν πρόκειται να προσέλθει και βρίσκεται σε διακοπές.
Εν τω μεταξύ το μόνο κόμμα που προσήλθε στην προχθεσινή συνεδρίαση της Διάσκεψης των Προέδρων που είχε συγκαλέσει η Πρόεδρος της Βουλής ,ήταν η Λαϊκή Ενότητα του Παναγιώτη Λαφαζάνη, παρουσία που μαρτυρά και την πολιτική συμπόρευση των δυο.
ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ, Χρυσή Αυγή, Ποτάμι, ΚΚΕ και ΠΑΣΟΚ δεν εμφανίστηκαν στη Διάσκεψη σημειώνοντας ότι από τη στιγμή που η κυβέρνηση έχει παραιτηθεί και έχουν προκηρυχθεί εκλογές δεν υπάρχει λόγος για την πραγματοποίηση της Διάσκεψης.
Μάλιστα, τέσσερις βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που μετέχουν στη Διάσκεψη, οι κ.κ. Μπαλάφας, Τσουκαλάς, Βαρεμένος και Φίλης είχαν στείλει επιστολή αναφέροντας ότι δεν θα συμμετέχουν, καθώς «βρισκόμαστε πλέον σε προεκλογική περίοδο και ως εκ τούτου μόνο ως παρελκυστική τακτική μπορεί να εκληφθεί» μια τέτοια πρόσκληση.
Στη χθεσινή συνεδρίαση απαιτείτο το 1/3 των παρόντων για να υπάρξει απαρτία, δηλαδή αρκεί να παρουσιαζόταν ο κ. Κριτσωτάκης που είναι επίσης στο κόμμα Λαφαζάνη και ένας εκπρόσωπος της Χρυσής Αυγής, ώστε να αθροιστούν οκτώ μέλη.
Η πρόεδρος της Βουλής επιθυμεί να ανοίξει το Κοινοβούλιο μέσα στην εβδομάδα, να βάλει προ ημερησίας συζήτηση για το θέμα του χρέους, ενώ τόνισε ότι πρέπει να γίνει συζήτηση και για την αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους.
Επίσης, συγκάλεσε τη Δευτέρα συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, προκειμένου να συζητηθεί το θέμα των πρακτικών του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών, τα οποία άλλωστε έχει ζητήσει να παραδοθούν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Πάντως, η κ. Κωνσταντοπούλου στη προχθεσινή συνεδρίαση δεν έχασε την ευκαιρία να επιτεθεί στον πρωθυπουργό και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με βαρύτατους χαρακτηρισμούς, ενώ μέχρι αργά το βράδυ του Σαββάτου αντάλλασσε επιστολές με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε ασυνήθιστα υψηλούς τόνους.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ
Νομικώς αβάσιμες χαρακτηρίζει τις ερμηνευτικές απόψεις της Προέδρου της Βουλής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Πρ. Παυλόπουλος σε απαντητική επιστολή του -προς επιστολή που του απέστειλε και δημοσιοποίησε νωρίτερα η Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Ο κ. Παυλόπουλος χαρακτηρίζει «καταφανώς καινοφανείς» τις «ερμηνευτικές απόψεις» της κ. Κωνσταντοπούλου, με τις οποίες -όπως αναφέρει- διεκδικεί «αρμοδιότητα in concrete ως Πρόεδρος της Βουλής» και τις χαρακτηρίζει «νομικώς αβάσιμες».
Στη συνοπτική επιστολή του καταλογίζει στην Πρόεδρο της Βουλής εκμετάλλευση της «προνομιακής» και κατ ουσίαν «καταχρηστικής δημοσιότητας».
Η επιστολή του Προέδρου:
Κυρία Πρόεδρε, Αντιπαρέρχομαι, καθώς άλλωστε επιβάλλει ο θεσμικός μου ρόλος κατά το Σύνταγμα, το ύφος και σημαντικό μέρος του περιεχομένου της με αριθμ. πρωτ. 2939/22.8.2015 επιστολής σας για τα οποία, όπως είναι αυτονόητο, αναλαμβάνετε πλήρως την ευθύνη ενόψει του δικού σας θεσμικού ρόλου ως Προέδρου της Βουλής, ιδίως υπ’ αυτές τις τόσο κρίσιμες για την Χώρα μας περιστάσεις. Επομένως, σας απαντώ μόνον επί των σημείων εκείνων της επιστολής σας ως προς τα οποία οφείλω να σας απαντήσω σεβόμενος την αποστολή του Προέδρου της Δημοκρατίας, και αποκλειστικώς με θεσμικούς όρους.
Κατά την διαδικασία των διερευνητικών εντολών, στις οποίες αναφέρεσθε, εφαρμόζω στο ακέραιο –κατά γενική ομολογία, που δεν μπορεί ν’ αγνοηθεί - το γράμμα και του πνεύμα του Συντάγματος, ακολουθώντας την πάγια -και ουσιαστικώς ομοφώνως αποδεκτή στην επιστήμη του δημόσιου δικαίου- ερμηνεία του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 38 παρ. 1 και 37 παρ. 2, 3 και 4 του Συντάγματος, οι οποίες ρυθμίζουν κατά βάση τις έννομες συνέπειες της παραίτησης της Κυβέρνησης.
Οι, καταφανώς καινοφανείς, ερμηνευτικές απόψεις σας, με βάση τις οποίες διεκδικείτε αρμοδιότητα in concreto ως Πρόεδρος της Βουλής, είναι προδήλως νομικώς αβάσιμες. Προφανώς επειδή δεν λαμβάνουν υπόψη –θέλω να πιστεύω εκ παραδρομής- την εντελώς αυτονόητη διάκριση μεταξύ ευθείας εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 37 παρ. 2, 3, και 4 του Συντάγματος ύστερα από εκλογές και μόνον, και ανάλογης εφαρμογής σε περίπτωση παραίτησης της Κυβέρνησης, όπως ρητώς ορίζουν οι διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 1 του Συντάγματος υιοθετώντας την συνήθη μέθοδο της παραπομπής.
Ως προς το αίτημά σας για διαβίβαση στην Βουλή των πρακτικών της υπό την προεδρία μου σύσκεψης των Πολιτικών Αρχηγών της 6ης Ιουλίου 2015 –η οποία είναι και η μόνη που συνεκλήθη, απορώ δε πως αγνοείτε το γεγονός αυτό αναφερόμενη σε, δήθεν, «συναντήσεις» (σελ. 5 της επιστολής σας)- οφείλετε να γνωρίζετε, ως Πρόεδρος της Βουλής, τον τρόπο με τον οποίον ένα τέτοιο αίτημα μπορεί να διατυπωθεί παραδεκτώς από νομική άποψη εκ μέρους της Βουλής, ήτοι μέσω της διαδικασίας του Κοινοβουλευτικού Ελέγχου, φυσικά κατά τις προβλέψεις του Κανονισμού της Βουλής. Αυτό, άλλωστε, σας είχα καταστήσει σαφές όταν μου θέσατε, όπως αναφέρετε στην επιστολή σας, προφορικώς το ζήτημα. Αφού οιαδήποτε άλλη διαβίβαση θα συνιστούσε ευθεία παραβίαση του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής.
Η απάντησή μου αυτή απηχεί την εδραία πεποίθησή μου, και ως Προέδρου της Δημοκρατίας, ότι η ορθή και δημοκρατική ερμηνεία κι εφαρμογή του Συντάγματος, ακριβώς λόγω της θεσμικής του πεμπτουσίας ως θεμελίου του Δημοκρατικού μας Πολιτεύματος, είναι αντίθετη προς κάθε έννοια «αυθεντίας» -και συνακόλουθης «αποκλειστικότητας»- ιδίως όταν αυτή εκδηλώνεται ex cathedra και υπό συνθήκες αντίστοιχης προνομιακής –δηλαδή κατ’ ουσίαν καταχρηστικής- δημοσιότητας.
Η επιστολή της Προέδρου της Βουλής
Να πράξει «τα δέοντα» για να αποκατασταθεί η «θεσμική εκτροπή που έχει καταγραφεί» καλεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Πρ. Παυλόπουλο, η Πρόεδρος της Βουλής Ζ. Κωνσταντοπούλου στην πεντασέλιδη επιστολή της, την οποία κοινοποίησε κατά τη Διάσκεψη των προέδρων των κομμάτων του Κοινοβουλίου.
Στην επιστολή της, η κ. Κωνσταντοπούλου σημειώνει ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας όφειλε να την ενημερώσει για την παραίτηση της Κυβέρνησης «αφού δεν έπραξε κάτι τέτοιο ο Πρωθυπουργός» και ότι όφειλε να έρθει σε «θεσμική επαφή και συνεννόηση» μαζί της για την εκκίνηση της συνταγματικής διαδικασίας, η οποία -σημειώνει- «δεν διαπνέεται από τις επιθυμίες του παραιτούμενου Πρωθυπουργού, αλλά από τη Συνταγματική επιταγή εξάντλησης της διερεύνησης δυνατότητας σχηματισμού κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής».
Σε ό,τι αφορά τη λειτουργία της Βουλής, σημειώνει ότι «κάθε αντίληψη και δήθεν ερμηνεία που επιτρέπει την παράκαμψή της ή τη βεβιασμένη διάλυσή της, χωρίς την τήρηση των συνταγματικών διαδικασιών, είναι αντισυνταγματική, αντιδημοκρατική και βαθιά αντιδραστική».
Σε ό,τι αφορά την ανάθεση των διερευνητικών εντολών, αναφέρει ότι «για να γίνει η ανάθεση των εντολών, το Σύνταγμα ρητώς προβλέπει τη σύμπραξη του/της Προέδρου της Βουλής και περιγράφει τη σύμπραξη αυτή ως ανακοίνωση από τον/την Πρόεδρο της Βουλής της δύναμης των Κομμάτων στη Βουλή, ανακοίνωση η οποία γίνεται πριν από κάθε ανάθεση εντολής».
Σχετικά με την παραίτηση της κυβέρνησης, τονίζει πως «ούτε συνεδρίασε, ούτε ενημερώθηκε, ούτε ερωτήθηκε ποτέ η Κοινοβουλευτική Ομάδα του πρώτου σε δύναμη Κόμματος σχετικά με ενδεχόμενη παραίτηση της Κυβέρνησης ή σχετικά με την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης και επομένως ουδέποτε απέσυρε η Κοινοβουλευτική Ομάδα των μέχρι χθες 149 βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ την εμπιστοσύνη της προς την Κυβέρνηση».
Και συμπεραίνει, σε ό,τι αφορά την κοινοβουλευτική ομάδα, ότι «το βράδυ της Πέμπτης αντισυνταγματικά και αντιδημοκρατικά παρακάμφθηκε η Κοινοβουλευτική Ομάδα του πρώτου Κόμματος και τα μέλη της, σε μια διαδικασία που προδήλως αφορά ακριβώς και πρωτίστως τους βουλευτές και τις Κοινοβουλευτικές Ομάδες, ως γνήσιους εκφραστές της λαϊκής κυριαρχίας».
Αναφερόμενη προσωπικά στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, σημειώνει ότι «σε ό,τι με αφορά και θεσμικά και προσωπικά λυπάμαι που δεν επικράτησαν οι απόψεις του Προκόπη Παυλόπουλου που συνέγραψε 2 βιβλία και αμέτρητα άρθρα για την αντισυνταγματικότητα των Μνημονίων, αλλά του Προκόπη Παυλόπουλου που ψήφισε όλες τις μνημονιακές διατάξεις με τον πρόλογο ότι διαφωνεί και τον επίλογο ότι δεν μπορεί να πράξει διαφορετικά».
Τέλος, αιτεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να διαβιβάσει στη Βουλή τα πρακτικά των συναντήσεων των πολιτικών αρχηγών υπό την προεδρία του, ιδιαιτέρως δε της συνάντησης της 6ης Ιουλίου 2015, που συνεκλήθη την επομένη του Δημοψηφίσματος και «προ της δρομολόγησης υπογραφής του 3ου Μνημονίου» όπως σημειώνει.