«Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας στηρίζει τη δωρεάν δημόσια υγεία. Μετά από 10 χρόνια δημοσιονομικής κρίσης, το ΕΣΥ χρειάζεται ενίσχυση, στήριξη και αναβάθμιση. Οι πόροι που απαιτούνται θα προέλθουν από τον κρατικό προϋπολογισμό, από ευρωπαϊκά κονδύλια και από το χρηματοδοτικό εργαλείο των ΣΔΙΤ. Ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται με επιτυχία σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες» αναφέρει στη δήλωση του ο υπουργός Υγείας.
Για όσους κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν, συνεχίζει, αλλά κυρίως για τους πολίτες που πρέπει να γνωρίζουν, «η συνεργασία του δημοσίου με τον ιδιωτικό τομέα μπορεί, για παράδειγμα, να διασφαλίσει την αδιάλειπτη λειτουργία του εξοπλισμού των δημόσιων νοσοκομείων, τον εξορθολογισμό του κόστους για τα νοσοκομεία μας, δηλαδή για τον φορολογούμενο και την έγκαιρη πρόσβαση του πολίτη σε υψηλής ποιότητας υπηρεσίες, χωρίς επιπλέον επιβάρυνση».
Ο Β. Κικίλιας καταλήγει επισημαίνοντας πως «ο ΣΥΡΙΖΑ που έχει το θράσος να ασκεί κριτική, μας παρέδωσε, μεταξύ άλλων, κατά δήλωση των διοικητών που όρισε:
-1 στα 2 νοσοκομεία χωρίς σύστημα διαλογής.
-3 στα 4 νοσοκομεία χωρίς καταγραφή του χρόνου αναμονής για τους πολίτες που ταλαιπωρούνται.
-4 στα 10 νοσοκομεία χωρίς ασφαλές πρόγραμμα εφημεριών.
-1 στα 2 νοσοκομεία χωρίς ηλεκτρονικό φάκελο ασθενούς.
-85 από τα 118 νοσοκομεία χωρίς ισολογισμό».
Ο ΑΝΔΡ. ΞΑΝΘΟΣ
Είχε προηγηθεί η αντίδραση του πρώην υπουργού Υγείας Ανδρέα Ξανθού, με αφορμή τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, για «πιλοτικό» πρόγραμμα ΣΔΙΤ (Συμπράξεων Δημόσιου- Ιδιωτικού Τομέα) σε τρία νοσοκομεία του ΕΣΥ, στην ομιλία του στη Βουλή για τον προϋπολογισμό του 2020.
Ο Α. Ξανθός αναφέρει στη δήλωσή του για το θέμα, ότι είναι ενδιαφέρον το γεγονός, πως την ανακοίνωση του προγράμματος δεν την κάνει ο αρμόδιος υπουργός Υγείας, αλλά ο ίδιος ο πρωθυπουργός και συνεχίζει: «Ίσως γιατί θέλει να δώσει το "σήμα" προς τους ενδιαφερόμενους επενδυτές (επιχειρηματίες υγείας, ασφαλιστικές εταιρείες, διαγνωστικές αλυσίδες) ότι η υπόθεση αυτή είναι υψηλής προτεραιότητας για την κυβέρνηση, αλλά και για να στείλει ένα "μήνυμα" αποφασιστικότητας».
Κι αυτό έγινε, όπως εκτιμά, γιατί «καταλαβαίνει πολύ καλά ότι είναι μια κίνηση πολύ επιθετική προς τη δημόσια περίθαλψη που θα προκαλέσει κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις».