Το δικαστήριο όρισε συνολική αποζημίωση 160.000 ευρώ στη χήρα και τον γιο του θανόντα, οι οποίοι διεκδικούσαν 400.000 ευρώ. Στην απόφαση, την οποία υπογράφει ο πρόεδρος πρωτοδικών Μιχαήλ-Άγγελος Γιαννακάκος, το δικαστήριο αποδέχεται ως εργατικό ατύχημα τον αιφνίδιο θάνατο εργαζόμενου που υπέστη έμφραγμα λόγω άγχους «από ανασφάλεια και αβεβαιότητα για την εργασιακή του σχέση ενόψει επικείμενης αναδιοργάνωσης της εργοδότριας επιχείρησης.
Ο 52χρονος εργαζόταν ως διανομέας σε επιχείρηση, με σύμβαση σύμβαση εξηρτημένη εργασίας αορίστου χρόνου από τον Απρίλιο του 1986 έως τον Μάιο του 2011, όταν πέθανε από έμφραγμα που υπέστη. Από τον Φεβρουάριο του 2011 είχε αρχίσει να φημολογείται ότι στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης είχε αποφασιστεί η κατάργηση τομέων διανομής, μεταξύ των οποίων και εκείνου που εργαζόταν ο 52χρονος. Από τη διοίκηση της επιχείρησης δεν διαψεύδονταν οι φήμες, ούτε παρέχονταν διευκρινήσεις για τις επιπτώσεις που θα είναι η αναδιοργάνωση στους εργαζομένους, αναφέρει η απόφαση, σύμφωνα με το ΑΠΕ.
«Ο ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΣ ΚΥΡΙΕΥΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΧΟΣ»
«Ειδικότερα, όχι απλώς δεν διευκρινίζονταν τα καθήκοντα τα οποία θα αναλάμβαναν οι εργαζόμενοι αυτοί, των οποίων οι τομείς καταργούνταν, πολύ περισσότερο δεν παρεχόταν καμία διαβεβαίωση για το εργασιακό τους μέλλον» τονίζεται στην απόφαση. Αποτέλεσμα της τακτικής της εταιρείας ήταν ότι «ο εργαζόμενος κυριεύθηκε από άγχος, το οποίο γινόταν οξύτατο από την παρατεταμένη αβεβαιότητα που του δημιουργούσε η μη παροχή διευκρινίσεων από την πλευρά των προϊσταμένων του…».
«Έτσι κορυφωνόταν η αγωνία και το άγχος του, ώστε εξαιτίας της ως άνω υπαίτιας παράλειψης της εναγομένης, να εργάζεται πλέον και να διάγει υπό εξαιρετικές και έκτακτες συνθήκες, με αποτέλεσμα την ασυνήθιστη εξασθένηση του οργανισμού του. Συζητούσε διαρκώς και αποκλειστικά για αυτό, τόσο με την οικογένειά του, όσο και με συναδέλφους του, δεν μπορούσε να κοιμηθεί το βράδυ, διαμαρτυρόταν, τόσο στους ενάγοντες όσο και σε συναδέλφους του για ζαλάδες, για πόνους στην πλάτη και το στομάχι, και φαινόταν ότι βρισκόταν στα όρια της ψυχικής και σωματικής κατάρρευσης. Το άγχος του αυτό, επιτεινόταν μάλιστα από την απόλυτη ανάγκη για τον μισθό, ενόψει και των ιδιαίτερα αυξημένων οικογενειακών δαπανών, λόγω των σπουδών του υιού του, ήτοι του δεύτερου ενάγοντος, στην πόλη της Πάτρας και μακριά από την οικογενειακή εστία», αναφέρεται ακόμη.
Τι κρίνει ως εργατικό ατύχημα
Με την απόφαση το δικαστήριο κρίνει ότι εργατικό ατύχημα, μεταξύ των άλλων, θεωρείται και «η ασθένεια που είχε ως συνέπεια την ανικανότητα προς εργασία (ή τον θάνατο) του εργαζομένου, που επήλθε σ' αυτόν, όχι από βαθμιαία και προοδευτική εξασθένηση και φθορά του οργανισμού του, ως εκ της φύσεως και του είδους της εργασίας ή άλλα, ξένα προς αυτήν οργανικά αίτια, αλλά από αιφνίδιο και απρόβλεπτο γεγονός, ξένο προς τον οργανισμό του παθόντος».
Ο πρόεδρος αναφέρει στην απόφασή του, πως στην συγκεκριμένη περίπτωση διέδραμαν ασυνήθεις συνθήκες, «ένεκα των οποίων ο οργανισμός του παθόντος επλήγη κατά τρόπο ασυνήθη σωματικώς ή ψυχικώς, με αποτέλεσμα την πρόκληση της ασθένειας, η οποία διαφορετικά, με την έλλειψη των ασυνήθων αυτών συνθηκών, δεν θα επήρχετο».
Ο εργοδότης οφείλει να καθορίζει και να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία των μισθωτών, επισημαίνει η απόφαση. «Ο εργοδότης που, παρά την γνώση ή την υπαίτια άγνοια της κατάστασης έντονου εργασιακού στρες στην οποία βρίσκεται εργαζόμενος, και παρά το γεγονός ότι είναι εμφανής η επίδραση του άγχους στην υγεία του, δεν λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία του, ιδίως μέσω της εξάλειψης των στρεσογόνων καταστάσεων, και, εν προκειμένω, μέσω της αποκατάστασης της επικοινωνίας και της βεβαιότητας για τις προσδοκίες της εργασίας και τις δυνατότητες απασχόλησης, ιδίως εν όψει των επικείμενων αλλαγών στην επιχείρηση, παραβιάζει την υποχρέωση πρόνοιας και ευθύνεται για την αποκατάσταση κάθε περιουσιακής και μη ζημίας που συνδέονται αιτιωδώς με την παράνομη παράλειψη», επισημαίνεται ακόμη.
«Στο πλαίσιο μιας νέας ευρωπαϊκής πολιτικής ασφάλειας, η οποία υπερβαίνει την παραδοσιακή αντίληψη 'στατικής' πρόληψης ή αντιμετώπισης σταθερών, μετρήσιμων φυσικών μεγεθών επικινδυνότητας (και αξιώνει από τον εργοδότη να προβαίνει σε εκτίμηση των κινδύνων, να παρακολουθεί τις επιστημονικές εξελίξεις και να προσαρμόζει τα μέτρα στις δυναμικά μεταβαλλόμενες ανάγκες του περιβάλλοντος εργασίας) δεν επιτρέπεται πλέον να αγνοούνται τα επιστημονικά δεδομένα για τη βλαβερή επίδραση του εργασιακού στρες στην εργασία», αναφέρει μάλιστα η δικαστική απόφαση.