«Σήμερα, η αντικειμενική πραγματικότητα αποδίδει μια αρνητική εικόνα της χώρας μας και μια συστηματική καθοδική πορεία. Έχουμε το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος, χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης, υψηλότατη ανεργία, χαμηλές επιδόσεις στην ανταγωνιστικότητα, στα θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης, απονομής της δικαιοσύνης, διαφθοράς» τόνισε ο κ. Σημίτης και προσέθεσε πως «η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης εστιάζεται στις παροχές και τα επιδόματα, που με τη σειρά της ευνοούν τη μαύρη εργασία και τη φοροαποφυγή». «Πρόκειται για μια κυβέρνηση που έχει ως κύριο στόχο την εξουσία, που δημαγωγεί και αλλάζει την επιχειρηματολογία της ανάλογα με την περίσταση, που καταφεύγει σε μεγαλοστομίες και στη συγκάλυψη της πραγματικότητας, την οποία μαθαίνουμε τελικά από τις Βρυξέλλες» υπογράμμισε ο ομιλητής και αναφέρθηκε στη συνέχεια στις παρεμβάσεις που έχει άμεση ανάγκη ο τόπος. «Κύριος στόχος ενός προοδευτικού κόμματος θα ήταν σήμερα ο δραστικός περιορισμός της αβεβαιότητας για τη μελλοντική πορεία της ελληνικής οικονομίας. Η χώρα έχει ανάγκη από δημιουργία» τόνισε ο κ. Σημίτης, «από παραγωγικές επενδύσεις και ανάπτυξη». Σε ό,τι αφορά στη Συμφωνία των Πρεσπών, ο πρώην πρωθυπουργός υπογράμμισε την πίστη του «στις δυνατότητες της Ελλάδας να επηρεάζει τις εξελίξεις στον βαλκανικό περίγυρο. Η εκκρεμότητα στη διαφορά μας έπρεπε επομένως να λυθεί, ήταν προς το συμφέρον μας να λυθεί» σημείωσε και τόνισε πως ωστόσο, η συμφωνία έπρεπε να είναι καρπός μιας «κοινής προσπάθειας που θα αναζητούσε ευρύτερα αποδεκτές λύσεις για να αποφευχθούν νέες αντιπαλότητες. Η κυβέρνηση όμως, προχώρησε μόνη της, γιατί ήθελε να επιδείξει ότι πέτυχε εκεί που οι άλλοι είχαν αποτύχει. Το αποτέλεσμα ήταν μια μη ικανοποιητική λύση και η αντιπαράθεση με όλη την αντιπολίτευση».