Οι τιμές ενός τυπικού καλαθιού σε Αγγλία, Ισπανία, Γαλλία και Πορτογαλία συγκρίνονται με τις τιμές στην Ελλάδα όπου σύμφωνα με το Ινστιτούτου παραμένουν σημαντικά χαμηλότερες. Η σύγκριση τιμών γίνεται με και χωρίς την αξία του ΦΠΑ, ο οποίος διαφέρει σε κάθε χώρα. Η σύγκριση των μέσων τιμών των καλαθιών δείχνει ότι και οι τέσσερις χώρες έχουν σημαντικά ακριβότερο μέσο καλάθι από την Ελλάδα, 8% η Ισπανία, 28% η Γαλλία, 22% η Αγγλία, 10% η Πορτογαλία. Η εικόνα των αποτελεσμάτων αλλάζει σημαντικά όταν αφαιρέσουμε τον αναλογούντα ΦΠΑ ανά χώρα για να γίνουν αντιληπτές οι πραγματικές τιμές των προϊόντων σουπερμάρκετ. Η σύγκριση των καλαθιών σε αυτή την περίπτωση δείχνει ότι οι τέσσερις χώρες έχουν ακόμα πιο ακριβό μέσο καλάθι από την Ελλάδα, η Ισπανία κατά 19%, η Γαλλία κατά 41%, η Αγγλία κατά 38% και η Πορτογαλία κατά 16%. Αυτό είναι αποτέλεσμα της πολύ μεγάλης διαφοράς που έχει ο χαμηλός ΦΠΑ ανά χώρα (πρόκειται για τον ΦΠΑ που αναφέρεται σε τρόφιμα και ποτά). Στην Ελλάδα αυτός ο ΦΠΑ είναι 13% και 24% για συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων, κάποιες από τις οποίες συμμετέχουν στο δείγμα της έρευνας, όπως είναι τα έλαια, ο καφές, τα γλυκά, τα σνακς και τα αρτοποιήματα. Ο ΦΠΑ είναι σημαντικά υψηλότερος από την Αγγλία (0%) και τη Γαλλία (10% και 5,5%), την Ισπανία (10% και 4%), την Πορτογαλία (13% και 6%), αλλά και τις περισσότερες χώρες της ΕΕ. Η βασική διαφορά είναι ότι τρόφιμα που στην Ελλάδα υπάγονται στον υψηλό συντελεστή ΦΠΑ με 24% στις υπόλοιπες χώρες υπάγονται στον χαμηλό συντελεστή ΦΠΑ, ο οποίος είναι και χαμηλότερος του ελληνικού με 6%, 5,5%, 4% ή ακόμα και 0%. Σημειώνεται ότι η εισαγωγή ειδικών φόρων κατανάλωσης (π.χ. καφές) δεν είναι δυνατόν να συνυπολογιστεί στα παραπάνω στοιχεία. ΕΙΣΟΔΗΜΑ –ΔΙΑΤΡΟΦΗ Την ίδια ώρα έρευνα της Eurostat καταδεικνύει ότι η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος αύξησε το ποσοστό της δαπάνης των Ελλήνων σχεδόν στο 17%, από τα υψηλότερα ποσοστά στην ΕΕ. Συγκεκριμένα, οι Έλληνες δαπανούν 16,9% για την αγορά φαγητού τη στιγμή που ο μέσος όρος στα 28 κράτη-μέλη της ΕΕ ανέρχεται σε 12,2%. Αυτή είναι η τρίτη πιο σημαντική κατηγορία των δαπανών των νοικοκυριών μετά τη «στέγαση, το νερό, την ηλεκτρική ενέργεια, το φυσικό αέριο και άλλα καύσιμα», οι οποίες αντιπροσώπευαν το 24,2% των δαπανών των νοικοκυριών και οι «μεταφορές», οι οποίες αντιπροσώπευαν το 13,0%. Τα κράτη μέλη που οι δαπάνες τους σε τρόφιμα και μη αλκοολούχα ανέρχονται σε ποσοστό άνω του 20% της συνολικής δαπάνης ήταν η Ρουμανία (27,8%), η Λιθουανία (21,6%) και η Εσθονία (20,3%).