Αφορμή η υπόθεση καταπάτησης 300 στρεμμάτων δημόσιας δασικής έκτασης με ψευδείς βεβαιώσεις, η οποία είχε αποκαλυφθεί στο πλαίσιο της μεγάλης έρευνας που διενήργησε ο τότε εισαγγελέας Εφετών Ισίδωρος Ντογιάκος για το αποκαλούμενο «παραδικαστικό Νο 2». Το δικαστήριο καταδίκασε σε κάθειρξη 10 ετών, κατά συγχώνευση, το Βίκτωρα Ρέστη τον οποίο έκρινε ένοχο για τα κακουργήματα της ψευδούς βεβαίωσης και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή δήλωση, σε συνδυασμό μάλιστα τις επιβαρυντικές διατάξεις του νόμου 1608/1950 περί καταχραστών του δημοσίου. Στον κατηγορούμενο εφοπλιστή επιβλήθηκαν μάλιστα ποινές κάθειρξης 8 ετών για καθένα από τα αδικήματα που τον βαρύνουν, οι οποίες τελικά συγχωνεύτηκαν σε 10ετή κάθειρξη. Του αναγνωρίστηκε πάντως το ελαφρυντικό περί ειλικρινούς μεταμέλειας και οι δικαστές έδωσαν στον Β. Ρέστη ανασταλτικό χαρακτήρα στην έφεση, με αποτέλεσμα να είναι ελεύθεροι - έως ότου εκδικαστεί η υπόθεσή τους σε δεύτερο βαθμό με περιοριστικούς όρους: Του απαγορεύτηκε η έξοδος από τη χώρα ενώ είναι υποχρεωμένος να εμφανίζεται μία φορά το μήνα στο Α.Τ. της περιοχής του. Στο εδώλιο κάθισαν συνολικά 17 κατηγορούμενοι για την υπόθεση της καταπάτησης των 300 στρεμμάτων δασικής έκτασης στη Β' Ζώνη Υμηττού, στο Κορωπί. Ανάμεσά τους, συμβολαιογράφος που συνέταξε τα συμβόλαια, η γυναίκα που πούλησε την επίμαχη έκταση και ο πολιτικός μηχανικός που υπέγραψε τα σχετικά έγγραφα οι οποίοι καταδικάστηκαν σε ποινές κάθειρξης από 8 έως 10 χρόνια. Σε ποινή κάθειρξης 6 ετών καταδικάστηκε η μεσίτρια, σύζυγος του συμβολαιογράφου. Σε όλους τους καταδικασθέντες, δόθηκε ανασταλτική δύναμη στην έφεση. Οι υπόλοιποι 12 κατηγορούμενοι πάντως αθωώθηκαν.