Ντυμένη στα μαύρα, χωρίς να κάνει καμία δήλωση στους δημοσιογράφους και με τον πόνο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο και στο σώμα της, η άτυχη γυναίκα κατέθεσε μέσω του δικηγόρου της Βασίλειου Καπερνάρου μήνυση κατά 7 προσώπων και κατά παντός άλλου υπευθύνου για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο.
Όπως υποστηρίζει, όλοι γνώριζαν ότι ο κρατικός μηχανισμός ήταν ανίκανος να αντιμετωπίσει τις πυρκαγιές, αλλά τα εντεταλμένα όργανά του αποδέχθηκαν αυτό το γεγονός, με αποτέλεσμα να χαθούν 96 συνάνθρωποί μας, μεταξύ των οποίων και ολόκληρη η οικογένειά της.
Στο στόχαστρό της βάζει τον δήμαρχο Μαραθώνα Ηλία Ψινάκη, την περιφερειάρχη Αττικής Ρένα Δούρου, τον τέως επικεφαλής της ΓΓ Πολιτικής Προστασίας Ιωάννη Καπάκη, τους τέως αρχηγούς της Πυροσβεστικής και της Αστυνομίας, τον υπουργό Εσωτερικών Πάνο Σκουρλέτη και τον τέως αναπληρωτή υπουργό Προστασίας του Πολίτη Νίκο Τόσκα, ζητώντας την ποινική τους δίωξη και τιμωρία για όσα δεν έγιναν στις 23 Ιουλίου.
Σύμφωνα με τη μηνύτρια, ο θάνατος των 96 θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί εάν «ο κρατικός μηχανισμός και οι εντεταλμένοι λειτουργοί του λειτουργούσαν όπως ο νόμος ορίζει».
Ο δήμος Μαραθώνα ήταν παντελώς απροετοίμαστος, όπως προκύπτει και από το πρακτικό της συνεδρίασης του δημοτικού συμβουλίου όπου γίνεται η παραδοχή πως «ο τομέας πολιτικής προστασίας στο Δήμο δεν λειτουργεί ικανοποιητικά από πλευράς οργάνωσης δυνατοτήτων, προσβασιμότητας στην επέμβαση και διαχειριστικής αποτελεσματικότητας στο Δήμο».
Αντίθετα, ο δήμος Αθηναίων έβαλε μπροστά, όπως αναφέρει, το σχέδιο «Θεμιστοκλής» μόλις ξέσπασε η πυρκαγιά στο Νταού Πεντέλης, σώζοντας και τα παιδιά και τις κατασκηνώσεις.
«Ο δήμος Αθηναίων είχε φυσικά προνοήσει και είχε στείλει δυο υδροφόρες που πολέμησαν εκεί με δημοτικούς υπαλλήλους μέσα στις φλόγες. Και νίκησαν. Στάλθηκε και τρίτη και τέταρτη (υδροφόρα) μέσα στη νύχτα. Συνολικά φορτώθηκαν 15 πούλμαν για τα οποία δημιουργήθηκε εναλλακτική διαδρομή της Μαραθώνος και συνοδεία περιπολικών της δημοτικής αστυνομίας πέρασαν "σφαίρα" από παντού, δίπλα από φλόγες και την καταστροφή, αλλά πέρασαν με ασφάλεια. Μαζί με τα παιδιά έφυγαν από τις φλόγες και πενήντα περίπου πρόσκοποι. Τα παιδιά δεν κινδύνεψαν χάρις στην προνοητικότητα. Ταυτόχρονα το τηλεφωνικό κέντρο του δήμου ελάμβανε οδηγίες και πώς θα ενημερώνει ανά πεντάλεπτο. Κανείς γονιός δεν έμεινε χωρίς σωστή και έγκυρη ενημέρωση. Ενημέρωση σε πραγματικό χρόνο. Απλά μια σύγκριση με το ότι η επίσημη πολιτεία δεν ενημέρωνε για δέκα ώρες! [...]».
Ευθύνες όμως επιρρίπτονται και στην Περιφέρεια Αττικής, η οποία, σύμφωνα με τη μηνύτρια, δεν εφάρμοσε κανένα ειδικό σχέδιο αντιμετώπισης της πυρκαγιάς, αλλά και στην Πυροσβεστική, ενώ αναφέρεται και στο αλαλούμ που επικράτησε με τα αυτοκίνητα και τον κυκλοφοριακό αποσυντονισμό:
«Μετά το ξέσπασμα της πυρκαγιάς και ενώ πλήθος κόσμου είχε βγει με τα αυτοκίνητά του για να κατευθυνθεί άγνωστο προς ποια κατεύθυνση, αφού δεν υπήρχαν εντολές και οδηγίες, αποκλείστηκε η κυκλοφορία της Λεωφόρου Μαραθώνος. Λόγω της απόλυτης ασυνεννοησίας και σύγχυσης μεταξύ των αρμοδίων δημοσιών λειτουργών και υπηρεσιών, δεν αποκλείστηκε ο παραλιακός δρόμος που οδηγούσε από τη Ραφήνα στο Κόκκινο Λιμανάκι και το Μάτι. Σε αυτόν τον δρόμο κατευθύνθηκαν πολλά οχήματα, από την αποκλεισμένη Λ. Μαραθώνος, μεταξύ των οποίων και η οικογένειά μου. Στον δρόμο αυτό υπήρξε κυκλοφοριακή συμφόρηση, ενώ η φωτιά μαίνονταν πολύ κοντά στο δρόμο. Οι επιβάτες ενστικτωδώς εγκατέλειψαν τα οχήματά τους για να συνεχίσουν πεζοί προς τη θάλασσα για την προστασία τους. Εκεί η φωτιά πέρασε κυριολεκτικά από πάνω τους και τους κατέκαψε. Στη συγκεκριμένη τοποθεσία βρέθηκαν απανθρακωμένοι ο σύζυγος μου και ο υιός μου».
Στη φαρέτρα των νομικών της επιχειρημάτων και προκειμένου να αποδείξει ότι έχει τελεστεί το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο, η άτυχη μητέρα και σύζυγος υποστηρίζει ότι ενώ όλοι οι αρμόδιοι και υπεύθυνοι γνώριζαν πως ο κρατικός μηχανισμός είναι ανίκανος να αντιδράσει, επέλεξαν και αποδέχθηκαν τον κίνδυνο αυτής της κατάστασης...