ΑΘΗΝΑ
Τηλεφωνική επικοινωνία είχε χθες το μεσημέρι ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας με τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, πριν την συνέντευξη του τελευταίου.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, ο Έλληνας Πρωθυπουργός διατύπωσε τη θέση, ότι το να παρεμποδίζεται η δημοκρατική έκφραση του ελληνικού λαού με το κλείσιμο των τραπεζών, είναι έξω από τη δημοκρατική παράδοση της Ευρώπης.
Επίσης, επεσήμανε στον Πρόεδρο της Κομισιόν ότι ο ίδιος, ως Ευρωπαίος πολιτικός, οφείλει να υπερασπιστεί τις παραδόσεις της Ευρώπης, ώστε ο ελληνικός λαός να αποφασίσει την Κυριακή απερίσπαστος.
Στην κατεύθυνση αυτή, του ζήτησε να συμβάλλει ώστε να επεκταθεί για λίγες μέρες το πρόγραμμα και να αποκατασταθεί η ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος της χώρας.
ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΣΙΠΡΑ- ΣΟΥΛΤΣ
Ο Αλέξης Τσίπρας δέχθηκε τηλεφώνημα από τον πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, ο πρωθυπουργός ζήτησε από τον πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου να στηρίξει η Ευρωβουλή το αίτημα της Ελλάδας για παράταση, ώστε να ανοίξουν οι τράπεζες και να αφεθεί ο ελληνικός λαός απερίσπαστος να αποφασίσει.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές,ο Μ. Σουλτς ενημέρωσε τον Α. Τσίπρα ότι θα συγκαλέσει άμεσα σύσκεψη προέδρων Κοινοβουλευτικών Ομάδων του Ευρωκοινοβουλίου, προκειμένου να εξετάσουν το αίτημα καθώς και τη συνολική κατάσταση ώστε να αναληφθούν πρωτοβουλίες.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΥΣ ΕΥΡΩΠΑΙΟΥΣ ΗΓΕΤΕΣ
Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας απέστειλε στους ηγέτες της ΕΕ το αίτημα για την παράταση του προγράμματος που λήγει στις 30 Ιουνίου, το οποίο απέρριψε το Eurogroup στη συνεδρίαση του Σαββάτου.
Στην επιστολή του ο Έλληνας πρωθυπουργός τονίζει ότι η σχετική απόφαση, θα συμβάλλει στον κοινό στόχο της επίτευξης μίας αμοιβαία επωφελούς συμφωνίας για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών και του χρέους, που θα επαναφέρει την Ελλάδα στην ανάπτυξη εντός της Ευρωζώνης.
Ακολουθεί το κείμενο της επιστολής:
«Αγαπητέ Πρόεδρε, Αγαπητέ Πρωθυπουργέ,
Όπως γνωρίζετε, τους τελευταίους πέντε μήνες διεξήχθησαν εντατικές διαπραγματεύσεις μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών - στο πλαίσιο της απόφασης του Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου - για το πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας της Ελλάδας.
Στις 27 Ιουνίου 2015, το ελληνικό κοινοβούλιο ενέκρινε με αυξημένη πλειοψηφία την πρόταση του υπουργικού συμβουλίου για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος στις 5 Ιουλίου 2015 , το οποίο θα επιτρέψει στους Έλληνες να αποφασίσουν, αν θα δεχθούν ή όχι τις προτάσεις που υποβλήθηκαν από τους θεσμούς στην κυβέρνησή μας, στο πλαίσιο των παραπάνω διαπραγματεύσεων.
Για να διεξάγουμε το δημοψήφισμα σε ένα ήρεμο και θετικό κλίμα, που θα επιτρέψει στους Έλληνες να λάβουν αυτή την πολύ σημαντική απόφαση χωρίς εξωτερική πίεση, η Ελληνική Δημοκρατία υπέβαλε - στις 27 Ιουνίου, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του Eurogroup - αίτημα για την παράταση της Κύριας Χρηματοδοτικής Οικονομικής Διευκόλυνσης (MAFA) για περίοδο ενός μήνα από την ημερομηνία της λήξης της.
Οι διαπραγματεύσεις θα επαναρχίσουν στις 6 Ιουλίου 2015, με προοπτική επίτευξη μίας συμφωνίας αμέσως μετά, σε εναρμόνιση με την απόφαση των Ελλήνων. Δυστυχώς, και για ασαφείς λόγους, το αίτημα αυτό δεν έγινε αποδεκτό.
Η απόφαση αυτή - σε συνδυασμό με τη σχετική απόφαση της ΕΚΤ που ακολούθησε - οδήγησε σε σοβαρές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και τη ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας. Θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι η διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τις προτάσεις αυτές, αποτελεί ένα κυριαρχικό δημοκρατικό δικαίωμα των Ελλήνων, αναγκαίο για να διασφαλισθεί η ιδιοκτησία του προγράμματος οικονομικής βοήθειας που θα συμφωνηθεί τελικά με τους θεσμούς.
Επιπλέον, το δημοψήφισμα εστιάζει μόνο στις προτάσεις των θεσμών και δεν εγείρει άμεσα ή έμμεσα οποιοδήποτε θέμα σχετικά με τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, στην οποία η ελληνική κυβέρνηση είναι πλήρως δεσμευμένη.
Στο πλαίσιο αυτό, θα ήθελα να ζητήσω από την κυβέρνησή σας να επανεξετάσει τη θέση της στο θέμα και να στηρίξει την επανεξέταση του αιτήματος της Ελληνικής Δημοκρατίας από τους υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης με την προοπτική της έγκρισής του.
Αυτή η απόφαση θα συμβάλει στον κοινό στόχο της επίτευξης μίας αμοιβαία επωφελούς συμφωνίας για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών και του χρέους, που θα επαναφέρει την Ελλάδα στην ανάπτυξη εντός της Ευρωζώνης».