Συγκεκριμένα, ο Μιχάλης Χερουβίμ, θείος της άτυχης συζύγου του αστυνομικού και αδελφός της μητέρας της, ισχυρίστηκε μιλώντας στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ είπε πως ο Χρήστος Ζαπανιώτης ζητούσε συνέχεια χρήματα και πως οι διαφορές που είχε με την οικογένεια της συζύγου του αφορούσαν κυρίως κληρονομικά θέματα.
Ωστόσο, η δήλωση του κ. Χερουβίμ που προκάλεσε εντύπωση είναι πως ο αστυνομικός στο παρελθόν είχε αναφέρει πως αν ήθελε μπορούσε να σκοτώσει τον πρώην πρωθυπουργό, αποκαλύπτοντας ένα διαφορετικό προφίλ του δράστη και αυτόχειρα.
Σύμφωνα με τον Μιχάλη Χερουβίμ ο Ζαπανιώτης είχε πει στη γυναίκα του πως «άμα θέλω, τον σκοτώνω τον κοντό», σημειώνοντας πως με τον όρο «κοντό» εννοούσε τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη.
Σύμφωνα με όσα έχουν πει μέχρι στιγμής, άτομα του περιβάλλοντος της οικογένειας, υπήρχε μια ένταση στη σχέση του αστυνομικού με την πεθερά του σε πρώτη φάση, η οποία όμως «δηλητηρίαζε» και την σχέση του με την 48χρονη σύζυγό του, με την οποία είχε δεσμό επί χρόνια και παντρεύτηκαν το 2012.
Λίγο μετά τον γάμο απέκτησαν και το κοριτσάκι τους, το οποίο ήταν περίπου 3,5 ετών.
Σύμφωνα με αστυνομικές πηγές, οι συγγενείς του δράστη και αυτόχειρα, λένε ότι η πεθερά του ήταν αντίθετη στο γάμο της κόρης της, γιατρού ρευματολόγου και απαξίωνε διαρκώς τον γαμπρό της.
Επίσης, λένε ότι υπήρχε κόντρα ανάμεσα στον αρχιφύλακα και την πεθερά, επειδή αυτός της ζητούσε να γράψει στην κόρη της το διαμέρισμά της, στον 1ο όροφο, ώστε να μεταφέρει εκεί το ιατρείο της για να είναι κοντά στο παιδί και αυτό έκανε ακόμα μεγαλύτερη την ένταση που ήδη υπήρχε.
Ο 46χρονος αρχιφύλακας, μέχρι το απόγευμα της Κυριακής, ήταν με τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, στην φρουρά του οποίου υπηρετούσε από το 1996 και στην συνέχεια πήγε στο σπίτι του, καθώς είχε δύο μέρες ρεπό.
Τι ακριβώς έγινε την μοιραία νύχτα κανείς δεν ξέρει, αφού όλοι πλέον είναι νεκροί.
Οι αστυνομικοί πάντως, με βάση τις μαρτυρίες και τα στοιχεία από τον τόπο της τραγωδίας, εκτιμούν ότι ξέσπασε καβγάς ανάμεσα στο ζευγάρι, στον δεύτερο όροφο του πατρικού, τριώροφου σπιτιού της 48χρονης γυναίκας.
Η μητέρα της γυναίκας, που έμενε στον 1ο όροφο, προφανώς, λένε οι αστυνομικοί, άκουσε την φασαρία και ανέβηκε να δει τι συμβαίνει.
Τότε ο 46χρονος πήρε το υπηρεσιακό του πιστόλι και σε κατάσταση αμόκ άρχισε να πυροβολεί.
Από τον τρόπο που βρέθηκαν τα πτώματα και οι βολίδες από τους πυροβολισμούς, εκτιμάται ότι ο δράστης και αυτόχειρας, έριξε πρώτα μια σφαίρα στον τοίχο και ύστερα έστρεψε το όπλο στην πεθερά.
Η σύζυγος, πιθανολογείται, ότι προσπάθησε να τον αποτρέψει, αλλά την πυροβόλησε τρεις φορές, με αποτέλεσμα να δεχτεί δύο σφαίρες στον θώρακα και μία στην γνάθο και να πέσει νεκρή.
Αμέσως μετά, ο αρχιφύλακας πυροβόλησε δύο φορές την πεθερά στο στήθος.
Στην συνέχεια, ο δράστης πήγε στο δωμάτιο που κοιμόταν το παιδί και το πυροβόλησε στον κρόταφο. Μετά αυτοκτόνησε.
Συνολικά, στο σπίτι βρέθηκαν οκτώ κάλυκες των εννέα χιλιοστών.
Σύμφωνα με τον ιατροδικαστή, από τον χρόνο θανάτου φαίνεται ότι ο αστυνομικός παρέμεινε πάνω από το παιδί, ίσως και μιάμιση ώρα και στο τέλος, γονατισμένος μπροστά στο κρεβάτι, έδωσε τέλος και στην δική του ζωή, επίσης με μια σφαίρα στον κρόταφο.
Το μεγάλο ερώτημα είναι, πώς έφτασε στο σημείο αυτό ο 46χρονος, σε αυτή την πράξη και ειδικά στo φόνο του παιδιού, το οποίο, όπως λένε όλοι, υπεραγαπούσε και κάθε μέρα τηλεφωνούσε επανειλημμένα από την δουλειά του για να μαθαίνει τι κάνει.
ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΟΥ
Συγκλονισμένη είναι και η μικρή κοινωνία στο χωριό του 46χρονου αρχιφύλακα, το Πατιόπουλο Αιτωλοακαρνανίας, όπου ζει η ηλικιωμένη μητέρα του με τον έναν από τους δύο αδελφούς του.
Πριν από ενάμιση χρόνο πέθανε ο πατέρας του 46χρονου και όπως λένε οι συγχωριανοί, πήγαινε πολύ συχνά για να βλέπει την μητέρα του, τις περισσότερες φορές με την σύζυγο και το παιδί.
Τον περιγράφουν ως καλό και γελαστό άνθρωπο και δεν μπορούν να δώσουν εξήγηση για την τραγωδία.