Το βραβείο, που συνοδεύεται με ποσό 100.000 ευρώ, απονέμεται από το 2004 σε Ευρωπαίους ερευνητές στην αρχή της καριέρας τους, οι οποίοι κάνουν καινοτόμες μελέτες για τις πιθανές επιπτώσεις των χημικών ουσιών στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον.
Το πρόγραμμα LRI είναι μια πρωτοβουλία της χημικής βιομηχανίας Ευρώπης, ΗΠΑ και Ιαπωνίας, υπό το συντονισμό του Διεθνούς Συμβουλίου Χημικών Ενώσεων, με στόχο να κατανοηθούν καλύτερα οι κίνδυνοι από τα χημικά και να δοθούν πιο αποτελεσματικές επιστημονικές συμβουλές στις χημικές βιομηχανίες.
Ο Σπ. Καρακίτσιος είναι λέκτορας και ερευνητής περιβαλλοντικής χημείας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), καθώς επίσης ερευνητής στο Εργαστήριο Φυσικών Πόρων και Εναλλακτικών Μορφών Ενέργειας (ΕΦΕΜ) του Ινστιτούτου ΕΚΕΤΑ.
Το βραβείο απονεμήθηκε για το ερευνητικό του πρόγραμμα DOREMI (DOse REsponse to MIxtures), που εφαρμόζει μια πολυδιάστατη ανάλυση για να ερευνήσει τις πιθανές επιπτώσεις των νευροτοξικών χημικών ουσιών, όπως βαρέων μετάλλων και πλαστικοποιητών, στην ανάπτυξη του νευρικού συστήματος των παιδιών.
Στόχος του διετούς προγράμματος είναι να διερευνήσει -σε ανθρώπινα κύτταρα και σε πειραματόζωα- πόσο εξαρτώνται αυτές οι επιπτώσεις από τη συσσωρευόμενη επιβάρυνση του οργανισμού, ανάλογα με την αύξηση της δόσης κάθε χημικής ουσίας. Τα αποτελέσματα της έρευνας του έλληνα ερευνητή θα συμπεριληφθούν στην ευρύτερη ερευνητική πρωτοβουλία "European Human Biomonitoring Initiative" (HBM4EU) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και 26 χωρών για την περίοδο 2017-2021.
«Με τιμά η επιλογή μου για το βραβείο LRI του Cefic. Θα δώσει ώθηση στην ερευνητική μου καριέρα και θα συμβάλει σημαντικά σε ένα ασφαλέστερο μέλλον για τα παιδιά μας» δήλωσε ο Σπ. Καρακίτσιος.
Σπούδασε φυσικός (2002), έκανε μεταπτυχιακά στη χημική, περιβαλλοντική και υπολογιστική τεχνολογία-προσομοίωση (2004), πήρε το διδακτορικό του από το Τμήμα Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (2008) με εξειδίκευση στην αποτίμηση της έκθεσης των ανθρώπων στα χημικά και πραγματοποίησε μεταδιδακτορική έρευνα (2008-2011) στο Κοινό Κέντρο Ερευνών (JRC) της ΕΕ. Έκτοτε, συνεργάζεται με το ΑΠΘ και το ΕΚΕΤΑ.