Επίσης αναφέρθηκε, για μία ακόμη φορά, στη σημασία της πρόσβασης στη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων ενώ τόνισε ότι «το περιβάλλον ειδικά για τις επενδύσεις παραμένει χαώδες και απρόβλεπτο».
Σύμφωνα με τον κ. Μίχαλο, σε μεγάλο βαθμό δεν υπάρχουν ακόμη τα κριτήρια εκείνα ώστε η ίδια η χώρα να αρχίσει να δημιουργεί περισσότερο εθνικό πλούτο. Κι αυτό θα γίνει, όπως είπε, αν υιοθετήσουμε ένα νέο, εξωστρεφές παραγωγικό υπόδειγμα, στηριγμένο στις δυνάμεις του ιδιωτικού τομέα και προσελκύοντας σημαντικά κεφάλαια και επενδύσεις από την Ελλάδα και κυρίως από το εξωτερικό.
Τα προηγούμενα χρόνια έγιναν αρκετά θετικά βήματα, προσέθεσε ο κ. Μίχαλος, καθώς προχώρησε η δημοσιονομική εξυγίανση και υλοποιήθηκαν αρκετές μεταρρυθμίσεις, στο ασφαλιστικό, στην αγορά εργασίας, αλλά και σε σημαντικές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών. Ενώ είναι πολύ σημαντικό, συνέχισε ο ίδιος, για το αίσθημα ασφάλειας, ότι η συντριπτική πλειονότητα των κοινοβουλευτικών δυνάμεων του τόπου υποστηρίζει την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και την παραμονή της στο ευρώ.
Ωστόσο, τα προβλήματα είναι ακόμη πολλά, είπε και ανέφερε συγκεκριμένα: «Άλλες πρώην μνημονιακές χώρες, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Ιρλανδία, αλλά και την Κύπρο και την Πορτογαλία, προτίμησαν να δώσουν έμφαση στον περιορισμό των δαπανών και στην επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, από το να εφαρμόσουν μέτρα αύξησης της φορολογίας.
Στην Ελλάδα, δυστυχώς, επικράτησε το δόγμα του "πόσα μας λείπουν, να τα πάρουμε από φόρους". Και καταλήξαμε με ένα φορολογικό καθεστώς που καθηλώνει την ανάπτυξη. Που αλλάζει διαρκώς, προς το χειρότερο, ανάλογα με τις τρύπες που εμφανίζονται κάθε φορά στον προϋπολογισμό. Ένα καθεστώς με το οποίο κανείς δεν μπορεί να προγραμματίσει, να προϋπολογίσει και να σχεδιάσει σε ορίζοντα μεγαλύτερο του έτους».
Πρόβλημα, συνέχισε είναι το αδιέξοδο με τα κόκκινα δάνεια, στα οποία έχουν παγιδευτεί χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις. «Σήμερα, δύο στις τρεις μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχουν δάνεια σε καθυστέρηση. Το ποσοστό αυτό είναι διπλάσιο σε σχέση με το αντίστοιχο για τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν περισσότερες δυνατότητες να διαχειριστούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Με περισσότερες εγγυήσεις, με είσοδο στρατηγικών επενδυτών κτλ».
Η μικρή και πολύ μικρή επιχείρηση, δεν έχει αυτές τις δυνατότητες ενώ «στο επόμενο διάστημα, πολλές από τις επιχειρήσεις που είναι τώρα εγκλωβισμένες, θα βρεθούν στο στόχαστρο» είπε και προσέθεσε ότι και από την πλευρά του νομίσματος, βιώσιμες, υγιείς και εξωστρεφείς επιχειρήσεις δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση σε δανεισμό. Και όταν δανείζονται, το κόστος είναι εξοντωτικό.
Όπως είπε χαρακτηριστικά: «Υπάρχουν μεν χρηματοδοτικά εργαλεία από την ΕΕ την ΕΤΕπ και άλλους φορείς, ωστόσο η απορρόφηση των διαθέσιμων πόρων είναι χαμηλή τουλάχιστον σε σχέση με τις ανάγκες των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Αυτό συμβαίνει κυρίως γιατί τα κριτήρια χορήγησης είναι συνήθως υπερβολικά αυστηρά σε σχέση με τα δεδομένα της αγοράς. Και επίσης, γιατί η χρήση τους απαιτεί χρονοβόρες και κοστοβόρες διαδικασίες, που μια μικρομεσαία επιχείρηση είναι δύσκολο να διαχειριστεί με τους πόρους που διαθέτει».
Πέρα από τα προβλήματα που δημιούργησε η κρίση, υπάρχουν και αυτά που προϋπήρχαν. Και που δυστυχώς, δεν λύθηκαν παρά τις μνημονιακές δεσμεύσεις και εξαγγελίες, όπως επισήμανε ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ, και ενδεικτικά ανέφερε ότι ελάχιστη πρόοδος έχει γίνει για τη μείωση της γραφειοκρατίας και για τη βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου για τις επενδύσεις. Αν κάτι προχώρησε σε σχέση με την απλοποίηση διαδικασιών, αυτό ήταν η λειτουργία του ΓΕΜΗ και της Υπηρεσίας Μιας Στάσης για την ίδρυση επιχειρήσεων ενώ κατά τα άλλα, «το περιβάλλον ειδικά για τις επενδύσεις παραμένει χαώδες και απρόβλεπτο. Τριάντα χρόνια συζητάμε για το κτηματολόγιο και ακόμα να ολοκληρωθεί. Άλλα τόσα χρόνια συζητάμε για το χωροταξικό σχεδιασμό. Κι ακόμα δεν μπορεί να προχωρήσει επένδυση, χωρίς να βρεθεί αντιμέτωπη με εμπόδια, νομικές ασάφειες, αντιφατικές διατάξεις, προσφυγές και απρόβλεπτες εμπλοκές».
Τέλος σημείωσε ότι ελάχιστα έγιναν και για την επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης, με τις καθυστερήσεις να αγγίζουν πια τα όρια της αρνησιδικίας.
«Αν θέλουμε, λοιπόν, ανάπτυξη πραγματική και όχι συγκυριακή και ασθενική, χρειάζονται γενναία μέτρα και παρεμβάσεις», είπε ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο κ. Μίχαλος.