Αυτό ανέφερε ο Γ. Γραμματίδης με αφορμή την πρόσφατη ομιλία του αρχηγού της ΝΔ στη ΔΕΘ. Ο κ. Γραμματίδης, όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, προχωρά σε ένα νοητό διάλογο με τον Πρόεδρο της ΝΔ. Ο ίδιος απευθυνόμενος στον Κ. Μητσοτάκη τονίζει πως στα πρωτοκλασάτα στελέχη της ΝΔ «διέκρινα βαρονίες, υποτελείς βαρονιών, περαστικούς, γραφικούς και επίδοξους δελφίνους που μέχρι την άνοιξη του 2017 θα δείξουν πολύ καθαρά τις πραγματικές τους προθέσεις απέναντί σου.
Είναι ακριβώς όλοι αυτοί που περιμένουν ήδη την μετά Κυριάκο εποχή κι αυτό εκφράζεται με την «δημοσκοπική σου επιτυχία» να έχεις επιτύχει την μεγαλύτερη δυνατή σου συσπείρωση σε ποσοστό εποχής Μεϊμαράκη, δηλαδή χωρίς να συσπειρώνεις το σύνολο της ΝΔ. Αλλά για να συνεχίσω, διέκρινα και δευτεροκλασάτους που ήδη εμφανίζεις σε διάφορους ρόλους.
Οι περισσότεροι δοκιμάσθηκαν και στο παρελθόν σε κυβερνητικές θέσεις εν στενή και εν ευρεία έννοια και ήδη ο λαός βλέπει το χαΐρι τους πάνω στο πετσί του».
Σύμφωνα με τον κ. Γραμματίδη ο Κ. Μητσοτάκης ξέχασε στην ομιλία του «τρία πεδία πού είναι και τα σοβαρότερα: πρώτον κατά προτεραιότητα αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους με χρονική επιμήκυνση των ωριμάνσεων και περίοδο χάριτος τουλάχιστον 40 χρόνων (όπως άλλωστε συμφωνεί και το ΔΝΤ μετά και από δική μας δημόσια παρέμβαση) ώστε να δημιουργήσουμε έτσι σοβαρό δημοσιονομικό χώρο.
Δεύτερον, νέο δανεισμό ή εμπροσθοβαρείς ήδη οφειλόμενες καταβολές των δανειστών ώστε να αυξήσουμε δραματικά το ΠΔΕ. Κι όλα αυτά στη λογική των δυναμικών αντί των αριθμητικών ισοδυνάμων που πρώτη η Νέα Πορεία Νέα Ελλάδα εισήγαγε εδώ και τέσσερα χρόνια στον δημόσιο διάλογο.
Τρίτο, τέλος, να υπάρξει μία εκ βάθρων αναθεώρηση του τι σημαίνει διαπραγμάτευση, όπου πέρα από την ορθολογικά δομημένη επιχειρηματολογία, την σοβαρότητα, την αξιοπιστία και τα ακριβή για πρώτη φορά στοιχεία, απαιτείται και ένα ολοκληρωμένο σχέδιο πολιτικής αλλά και δημόσιας διπλωματίας.
Οπως τονίζει ο κ. Γραμματίδης είναι εξαιρετικά αμφίβολη η μείωση δαπανών για τόκους στα Έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου (και δη κατά 140 εκ. ευρώ) λόγω του εξαιρετικά δυσμενούς κλίματος για την Ελλάδα στις Διεθνείς Χρηματαγορές, της μηδενικής εγχώριας ρευστότητας, των capital controls.