Ο Αμπού Χάμαντ Σάααντ αναβίωσε λεπτό προς λεπτό το σκηνικό της βίας, στην κορύφωση της οποίας ακούστηκε «ανοίξτε ρε μαλάκες, να σας μάθουμε ποια είναι η Χρυσή Αυγή», ενώ είπε ότι την επομένη της επίθεσης αυτός και η οικογένεια του εγκατέλειψαν το σπίτι φοβούμενοι «μήπως ξαναέρθουν».
Ο ίδιος, που ζει και εργάζεται νόμιμα στην Ελλάδα, έκανε σαφές ότι δεν είχε διαφορές με κανέναν, αλλά τόνισε στην πρόεδρο ότι δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει πρόσωπα από εκείνο το βράδυ, καθώς «στη θρησκεία μου είναι πολύ κακό να επιρρίψεις σε κάποιον κάτι, χωρίς σιγουριά, θα γυρίσει πάνω σου...» (ο μάρτυρας είχε ορκιστεί στο Κοράνι, ενώπιον του δικαστηρίου).
«Δεν είχαμε διαφορές, εμείς αγωνιζόμαστε, κάνουμε μεροκάματο, ήλθαμε στην Ελλάδα για να ζήσουμε καλύτερα. Πουλάω ένα κιλό ψάρια, αν θέλει, παίρνει κανείς, άμα δε θέλει, δεν θέλει».
Ο ίδιος με δάκρυα περιέγραψε πως βρήκε το φίλο του Αμπουζίντ να αιμορραγεί: «Χτυπήσανε το παιδί», είπα στον αδελφό μου. Τον βρήκα ξαπλωμένο έτσι (δείχνει, βογκώντας), με τα χέρια ανοιχτά, με αίμα στο κεφάλι, και στο στόμα. Το σαγόνι του είχε στραβώσει. Δεν μπορούσε να μιλήσει, μόνο βογκούσε. Είχε σκιστεί το μανίκι από το μπουφάν του. (...) Ένιωσα κι εγώ ότι καταρρέω».
Ο κ. Αμπού Χάμαντ Σάααντ είπε αναλυτικά, στα ελληνικά, τα εξής στις ερωτήσεις της Μαρίας Λεπενιώτη: «Μόνος μου ήλθα στην Ελλάδα, ήταν ήδη εδώ δυο χρόνια ο μεγάλος αδελφός μου ο Αχμέτ, είμαστε ψαράδες στα καΐκια, ζούσαμε μαζί. Δυο - τρεις μήνες ύστερα από μένα, ήλθε και ο άλλος αδελφός μου ο Μοχάμεντ. (...) Έχω δουλέψει έξι μήνες και σε οικοδομή, κάνα - δυο χρόνια στην Ιχθυόσκαλα, μετά έβγαλε άδεια ο αδελφός μου και πουλούσαμε ψάρια.
»Με τον Αμπουζίντ Εμπάρακ, γνωριζόμαστε από την Αίγυπτο, τα σπίτια μας ήταν σε απόσταση δυο χιλιομέτρων. (...) Είχαμε βοηθήσει τον Αμπουζίντ να βρει δουλειά σε ένα καΐκι, αλλά δεν του έδωσαν όλα τα λεφτά. Δεν είχε μαλώσει όμως. (...)
»Εκείνη τη μέρα, είχαμε ξυπνήσει χαράματα για το μαγαζί, 10.00- 10.30 το βράδυ έπεσα να κοιμηθώ. Εκτός από τα αδέλφια μου, είχαμε μαζί μας και τα δυο παιδιά του Αχμέτ, 15 και 17 χρονών. Ο Αμπουζίντ ήταν στην ταράτσα, έκανε ζέστη. Κοιμόταν μια εβδομάδα - δέκα μέρες εκεί πέρα. (...) Εγώ κοιμάμαι πολύ βαριά, η δουλειά μου είναι πολύ κουραστική. Ξαφνικά όλο το σπίτι χτυπιόταν, από την πόρτα και το παράθυρο... Άκουσα τον αδελφό μου τον Αχμέτ να βρίζει κάποιους, δυο ήταν, που τον έβριζαν κι αυτοί, έξω από το παράθυρο. «Ανοίξτε, ρε μαλάκες, να σας μάθουμε ποια είναι η Χρυσή Αυγή, για να ξέρετε»... Κάποιος φώναζε στην πόρτα «άνοιξε Άχμετ!». Με ξύλα και σίδερα χτυπούσαν το παράθυρο... «Φέρε ξύλα, ρε», μου φώναζε ο αδελφός μου, για να φοβηθούν κι αυτοί. Κρατούσαμε τα παράθυρα (ήταν κουφωτά), για να μην τα ανοίξουν. Δεν χτύπησε κανείς μας, δόξα τω Θεώ. Τα μικρά παιδιά μπήκαν κάτω από τα κρεβάτια.
»Ένιωθα ότι ήταν πέντε - έξι άτομα απ' έξω, στο τέλος είδα ότι ήταν καμιά δεκαριά άτομα.
»Είχαμε ακούσει για τη Χρυσή Αυγή, μας είχαν πει "μπορεί να σας κάνουν κακό". Ο αδελφός μου έχει τα στοιχεία του πάνω στο αυτοκίνητο, τον ξέρουν όλοι, κι εμένα μαζί, πόρτα - πόρτα έχουμε γυρίσει όλη την περιοχή. (...)
»Το παράθυρο έσπασε σε ένα σημείο, από την πόρτα έπεσε το τζάμι. Ήταν κλειδωμένη. Άνοιξαν τον πυροσβεστήρα και τον άδειασαν μέσα.
»Φωνάζαμε πολύ δυνατά «βοήθεια», για να μας ακούσουν οι γείτονες. Δεν μπόρεσαν να μπουν (οι χρυσαυγίτες). Τρία - τέσσερα λεπτά κράτησε όλο αυτό. Μετά, κατέβηκαν στον δρόμο κι έσπασαν τα τζάμια σε τρία αυτοκίνητα. (...)
»Ήταν νέοι, 20-25 χρόνων, κανένας δεν ήταν παχουλός, φορούσαν μαύρα, μόνο ένας φορούσε άλλο χρώμα. Γυναίκα δεν είδα. Είδα ένα άτομο, στο πρόσωπο, αλλά δεν μπορώ να είμαι σίγουρος. Στη θρησκεία μου είναι πολύ κακό, να ρίξω σε κάποιον κάτι, χωρίς να είμαι σίγουρος. (...) Έφυγαν με μηχανάκια. Από τα δέκα άτομα, τα πέντε κρατούσαν ξύλα και σίδερα, τα υπόλοιπα δεν κρατούσαν τίποτε.
»Βγήκαν δυο γείτονες (...), ένας από αυτούς, ο Κώστας, πήγε με τον αδελφό μου τον Αχμέτ στο τμήμα. Κάλεσε ο αδελφός μου την αστυνομία, αλλά είχε τρομάξει τόσο πολύ που δεν μπορούσε να μιλήσει, μίλησε ο Κώστας.
»Όταν έφυγαν από το σπίτι, άκουσα μια φωνή «βοήθεια, Αχμέτ". Ήταν ο Αμπουζίντ. Είπα στον Αχμέτ, «χτυπήσανε το παιδί». Τον βρήκα ξαπλωμένο έτσι (δείχνει, βογκώντας) με τα χέρια ανοιχτά, με αίμα στο κεφάλι, και στο στόμα. Το σαγόνι του είχε στραβώσει. Δεν μπορούσε να μιλήσει, μόνο βογκούσε. Είχε σκιστεί το μανίκι από το μπουφάν του.
»Έτρεχαν χοντρά αίματα (εννοεί προφανώς την αιμορραγία). Τον κατεβάσαμε από την ταράτσα, με τα αδέλφια μου, λιποθυμούσε και επανερχόταν.
»Σου ορκίζομαι εκείνη τη στιγμή, ένιωθα κι εγώ ότι καταρρέω (κλαίει). Μπήκα κι εγώ στο ασθενοφόρο, πήγαμε στο Τζάνειο. Το πρωί ήλθε η νοσοκόμα και μου είπε ότι θα πάει σε άλλο νοσοκομείο, πήγαμε στον Ευαγγελισμό. Ο Αμπουζίντ φώναζε πολύ, έμεινε 15-16 ημέρες μέσα.
»Πρέπει (οι χρυσαυγίτες) να είχαν περάσει καμιά δεκαριά φορές και παρακολουθούσανε το σπίτι. Δεν είχαμε διαφορές, εμείς αγωνιζόμαστε, κάνουμε μεροκάματο, ήλθαμε στην Ελλάδα για να ζήσουμε καλύτερα. Πουλάω ένα κιλό ψάρια, αν θέλει παίρνει κανείς, άμα δε θέλει δε θέλει.
»Φύγαμε από αυτό το σπίτι, την άλλη ημέρα, πήγαμε στο Κερατσίνι, φοβηθήκαμε μήπως ξαναέρθουν».
Η ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ
Σύσσωμη η υπεράσπιση χαρακτήρισε αναξιόπιστο τον προηγούμενο μάρτυρα, θύμα του ξυλοδαρμού, Αμπουζιντ Εμπάρακ, ενώ υπήρξαν σοβαρές αιχμές για παράνομες δραστηριότητες του, τις οποίος και «πλήρωσε» με τον ξυλοδαρμό.
Η Δήμητρα Βελέντζα (συνήγορος του Καζαντζόγλου, και όχι μόνον) στον σχολιασμό της προκάλεσε πάντως την παρέμβαση της προέδρου κ.Λεπενιώτη, όταν είπε ότι ο Αιγύπτιος αλιεργάτης ήλθε στην Ελλάδα με το «έτσι θέλω». «Είπε ότι δεν εργαζόταν, ήλθε παράνομα στην Ελλάδα το 2011 με το έτσι θέλω, παρέμεινε χωρίς δουλειά, και ζούσε με δανεικά. Άρα μάλλον κατευθύνεται από κάποιους, και ίσως αυτό να αποτελέσει αντικείμενο άλλης δίκης στο μέλλον. Ούτε τα παιδιά του ποια ηλικία έχουν δεν ήξερε να μας πει. Δεδομένου ότι δεν είχε λεφτά, γιατί αύξανε τα μέλη της οικογένειας του; Ούτε απάντησε πως συντηρούσε τα βρέφη... Αναρωτιέμαι ποιος κατευθύνει τη σκοπιμότητα».
Αργότερα, ο Περικλής Σταυριανάκης, συνήγορος του βουλευτή Χρήστου Παππά επέμεινε στην εκδοχή της βίας μεταξύ ομοεθνών, για να δεχθεί την απάντηση της Λεπενιώτη: «Αυτά είναι δικά σας συμπεράσματα».
Είπε χαρακτηριστικά ο συνήγορος: «Για μένα παίζει ρόλο το ότι ήλθε παράνομα (...) Αυτό έχει κόστος 2.000- 3.000 ευρώ, αμφιβάλλω αν αυτά τα χρήματα εξοφλήθηκαν. Οι σκληρότερες βεντέτες είναι μεταξύ ομοεθνών. Έχουμε δει σκληρό βασανισμό μεταξύ ομοεθνών. Είπε ότι έχει οικογένεια, και ήλθε για να μπορεί να την ταΐσει, αλλά τελικά δεν δουλεύει _ μας λέει εδώ. Μήπως υπάρχει κάποια άλλη δραστηριότητα του που δεν κατονομάζει, και μέσω αυτής ενεργοποιήθηκαν κάποιοι άνθρωποι για να τον βλάψουν; (...) Πώς εξηγείται ότι χτυπούν μόνον αυτόν, και όχι τους άλλους; (...) Ο άνθρωπος αυτός έκανε παράνομες δραστηριότητες και αυτό πληρώνει».