Ο μάρτυρας περιέγραψε την αναίτια βία που υπέστη από 17-18 χρυσαυγίτες, ενώ κοιμόταν κατάχαμα στην ταράτσα του σπιτιού που τον φιλοξενούσε, στην Ελλάδα, μια χώρα στην οποία «δεν είχε διαφορές με κανέναν» και θεωρούσε «ασφαλή». Μίλησε αναλυτικά για τα προβλήματα υγείας που τον ταλανίζουν μέχρι και σήμερα, ενώ τόνισε πολλές φορές ότι αισθάνεται "πεθαμένος" μετά την επίθεση. Ο ίδιος ανέφερε μάλιστα ότι δεν είχε ιδέα περί Χρυσής Αυγής, μέχρι τότε, ενώ εκτίμησε ότι δέχθηκε την επίθεση επειδή ήταν ξένος, και δη Αιγύπτιος.
Είπε χαρακτηριστικά ότι μετά το συμβάν «φοβάται ακόμη και όταν περπατάει, όλοι οι ξένοι φοβούνται. Είμαι πεθαμένος. Δεν θα χει διαφορά, ακόμη κι αν με σκοτώσουν έξω από το δικαστήριο. Δεν μπορώ πια να ταΐσω τα παιδιά μου».
Με τη βοήθεια μεταφράστριας, ο κ. Εμπάρακ είπε αναλυτικά τα εξής στις ερωτήσεις της προέδρου Μαρίας Λεπενιώτη:
«Ήλθα πριν από πέντε χρόνια στην Ελλάδα, χωρίς την οικογένεια μου που ζει στην Αλεξάνδρεια. Ήλθα για να δουλέψω, για να μπορέσω να ταΐζω τα παιδιά μου. Ο πατέρας μου πέθανε ένα χρόνο αφότου χτύπησα, έχω πέντε παιδιά, τρία αδέλφια, και όλοι τους στηρίζονται σε μένα. Προτού γίνει το συμβάν, κατοικούσα με την οικογένεια του Άχμεντ Σάαντ, δεν είχα αρχίσει ακόμη δουλειά. Ξεκίνησα να δουλεύω περίπου ενάμιση χρόνο αφότου έφτασα στην Ελλάδα, σε ένα εργοστάσιο με ψάρια.
»Εκείνο το βράδυ, είχε πολλή ζέστη, κοιμόμουν στην ταράτσα από τις 11.30 μμ. (...) Με χτύπησαν στο πόδι, στο γόνατο, δυο - τρεις φορές. Έβγαλα την κουβέρτα από το πρόσωπο. Είδα τέσσερα άτομα σε μια άκρη και άλλα μπροστά μου, δεν ξέρω πόσα... Περίπου 15-17 άτομα ήταν στην ταράτσα. Με χτυπούσαν στην αρχή 4-5 άτομα. Ένας κρατούσε σίδερο, οι υπόλοιποι με χτυπούσαν με ξύλα. Άρχισαν να με χτυπάνε όλοι, κάποιοι με τα πόδια. Αυτός με το σίδερο με χτύπησε στο πρόσωπο, το πόδι μου έχει ακόμη πρόβλημα, δεν μπορώ να σταθώ όρθιος (καταθέτει καθιστός).
»Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να ανεβεί κανείς στην ταράτσα (...) όλοι φορούσαν μαύρες μπλούζες. Δεν συγκράτησα χαρακτηριστικά, κοιμόμουν, ήταν σκοτάδι. Αυτός που μπορεί να ξέρει πως ήταν, είναι ο Άχμεντ, τους είδε όταν έσπασαν την πόρτα.
»Είχα πληγές και χτυπήματα σε όλο το σώμα, έκανα ράμματα. Έχασα τις αισθήσεις μου, δεν ήξερα αν ήταν βράδυ ή πρωί, στο νοσοκομείο απέκτησα πάλι συνείδηση. Άκουσα κάποιον να λέει "πάμε", ήταν από τις 15 λέξεις που ήξερα τότε στα ελληνικά, πρέπει να νόμιζαν ότι πέθανα και έφευγαν ...
»Περίπου 17-18 ημέρες έμεινα στο νοσοκομείο. Δεν ξέρω σε ποιο νοσοκομείο ήμουν, ξέρω μόνο ότι ήθελα να ζήσω. Σχεδόν 33 ημέρες έτρωγα με καλαμάκι, τα κόκαλα στο πρόσωπο μου ήταν σπασμένα. Είχα πόνους στην κοιλιά μια εβδομάδα ολόκληρη και έξι - επτά μήνες υπέφερα.
»Ύστερα από το συμβάν, έχω προβλήματα με την υγεία μου, δεν μπορώ να δουλέψω κανονικά. Μια μέρα δουλεύω, τρεις μέρες κάθομαι. Πούλησα ένα οικόπεδο στην πατρίδα μου, για να μπορέσω να ζήσω κι εγώ και τα παιδιά μου.
»Δεν είχα ποτέ, ούτε και σήμερα έχω, διαφορές με κανέναν. Δεν ήξερα άλλωστε κανέναν ακόμη τότε.
Θα σας σκοτώσουμε απόψε, είχαν πει στον Άχμεντ» πρόσθεσε ο μάρτυς.
Τον λόγο έλαβε ο αναπληρωτής εισαγγελέας Στέλιος Κωσταρέλλος.
Αν. Εισαγγελέας: Καταλάβατε αν ήταν κάποιος αρχηγός;
Μάρτυς: Οχι δεν κατάλαβα.
Αν. Εισαγγελέας: Γιατί δεν χτύπησαν και τους άλλους που ήταν κάτω;
Μάρτυς: Δεν ξέρω.
Αν. Εισαγγελέας: Είπαν ότι ήθελαν να σας σκοτώσουν...
Μάρτυς: Δεν ήθελαν... Με σκότωσαν, είμαι πεθαμένος.
Αν. Εισαγγελέας: Γιατί δεν σας σκότωσαν;
Μάρτυς: Αν ήξεραν ότι είμαι ζωντανός δεν θα με άφηναν, πίστεψαν ότι με σκότωσαν...
Σε ερώτηση εφέτη, ο μάρτυς εκτίμησε: «Επειδή είμαι ξένος, με χτύπησαν, αυτοί χτυπάνε ξένους».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρόεδρος ήταν ιδιαίτερα αυστηρή με συνηγόρους υπεράσπισης, καθώς εκτίμησε ότι μιλούσαν και γελούσαν κατά τρόπο ανάρμοστο κατά την κατάθεση του μάρτυρα.
Μικροεπεισόδιο προκλήθηκε και όταν η αστυνομία προσπάθησε να απομακρύνει άτομο που κάθισε στα έδρανα της υπεράσπισης, μέχρι να αποδειχθεί ότι ήταν συνεργάτης του συνηγόρου Τάκη Μιχαλόλια που γνωρίζει αιγυπτιακά.