Η παραγραφή αποφασίστηκε με αμετάκλητη απόφαση της αυξημένης 7μελούς σύνθεσης του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, επιβεβαιώνοντας την νομική άποψη του ελεγχόμενου πρώην αντιπροέδρου της Βουλής και βάζοντας στο στόχαστρο τις συνεχείς παρατάσεις που δίνονταν με νόμους του Υπουργείου Οικονομικών.
Στον κ. Μητρόπουλο ειχε επιβληθεί συνολικό πρόστιμο 942.136,60 ευρώ , αλλά με απόφαση της επιτροπής διοικητικής επίλυσης φορολογικών διαφορών του άρθρου 70Α του ν. 2238/94, το πρόστιμο περιορίσθηκε στο ποσό των 375.329,08 ευρώ.
Στην πρώτη δικαστική κρίση οι σύμβουλοι της Επικρατείας τάχθηκαν υπέρ του καθώς αποφάνθηκαν ότι οι δύο εναντίον του Εφετειακές αποφάσεις έκριναν μη νομίμως για την 10ετή παραγραφή που παρατάθηκε, αρχικά με το νόμο 3888/2010 και περαιτέρω με τους νόμους 4002/2011 και 4098/2012. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε και από την 7μελή σύνθεση καθως μεν «δεν εμποδίζεται η φορολογική αρχή, έχοντας διενεργήσει στο παρελθόν έλεγχο στα βιβλία και στοιχεία του επιτηδευματία για ορισμένη χρήση (και έχοντας ακόμη εκδώσει και πράξη επιβολής προστίμου για παραβάσεις που διαπιστώθηκαν κατά τη χρήση αυτή), να επανέλθει και ανεξάρτητα από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής στις προβλεπόμενες φορολογίες, να διενεργήσει επαναληπτικό έλεγχο των βιβλίων και στοιχείων για την ίδια χρήση και ακολούθως να εκδώσει (και άλλη) πράξη επιβολής προστίμου για άλλες παραβάσεις που τυχόν διαπιστώνονται κατά τον έλεγχο αυτό».
Όμως - κατά το ΣτΕ «η αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, επιβάλλει, ιδίως, τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των διατάξεων και πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στους ενδιαφερόμενους. Η ως άνω θεμελιώδης αρχή απαιτεί η κατάσταση του φορολογουμένου, όσον αφορά την εκ μέρους του τήρηση των κανόνων της φορολογικής νομοθεσίας, να μην μπορεί να τίθεται επ΄ αόριστον εν αμφιβόλω».
Σύμφωνα με τους δικαστές, «Συνακόλουθα, για τον καταλογισμό παραβάσεων των κανόνων της φορολογικής νομοθεσίας και περαιτέρω για την επιβολή στον παραβάτη σχετικών κυρώσεων, όπως τα πρόστιμα για παραβάσεις των διατάξεων του ΚΒΣ, απαιτείται να εφαρμόζεται προθεσμία παραγραφής, η οποία προκειμένου να εκπληρώνει τη συνιστάμενη στη διασφάλιση της ως άνω αρχής λειτουργίας της, πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και να είναι επαρκώς προβλέψιμη από τον ενδιαφερόμενο, δύναται δε, κατ΄ εξαίρεση -υπό τον όρο της συνδρομής ειδικώς τεκμηριωμένων περιστάσεων- οποία είναι στενώς ερμηνευτέα, να παραταθεί.
Η παραγραφή αυτή πρέπει, επίσης, να έχει συνολικά εύλογη διάρκεια, δηλαδή να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας, ώστε αφενός να επιτρέπει τον αποτελεσματικό έλεγχο της εκ μέρους των φορολογουμένων τήρησης των φορολογικών τους υποχρεώσεων, χωρίς όμως να ενθαρρύνει απραξία των φορολογικών αρχών και αφετέρου να μην αφήνει τους μέν φορολογουμένους έκθετους σε μακρά περίοδο ανασφάλειας δικαίου -που αποτελεί παράγοντα αποτρεπτικό για την ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων με δυσμενείς επιπτώσεις στην ανάπτυξη, γενικότερα, και της εθνικής οικονομίας- και στον κίνδυνο να μην είναι πλέον σε θέση, μετά την παρέλευση μακρού χρόνου από το γεγονός που γεννά τη φορολογική υποχρέωση και την κτήση του διαφυγόντος τη φορολογία περιουσιακού οφέλους, να αμυνθούν προσηκόντως έναντι σχετικού ελέγχου, το δε Δημόσιο έκθετο στον κίνδυνο αδυναμίας είσπραξης τυχόν βεβαιουμένων ποσών προστίμων».