αναφέρθηκε στην κατάθεσή του ο Νίκος Χατζηευστρατίου, ο οποίος αναφέρθηκε επιπλέον και σε κάποιον από την ομάδα των χρυσαυγιτών που λίγα λεπτά πριν την δολοφονία είχε απευθυνθεί προσωπικά στον μουσικό, λέγοντάς του «έλα εδώ ρε κότα θα σε σκοτώσω».
Ο μάρτυρας, φίλος του Φύσσα, μουσικός και ο ίδιος και ηχολήπτης, κατέθεσε στη δίκη της Χρυσής Αυγής, πως το επίμαχο βράδυ είδε έξω από την καφετέρια που «βρισκόμασταν με τον Παύλο», δύο άντρες μέσα σε ένα αυτοκίνητο, εκ των οποίων ο ένας μιλούσε συνέχεια στο κινητό και καλούσε κόσμο να μαζευτεί: « “Ελάτε μην αργήσετε” έλεγε στο τηλέφωνο του».
Ο κ. Χατζηευστρατίου δεν έχει καταθέσει παρά μόνο στην ΓΑΔΑ, λόγω ισχυρού κλονισμού που υπέστη «γιατί δεν βοήθησα τον φίλο μου και βασανίζομαι τρία χρόνια» και κλητεύθηκε τώρα να καταθέσει για όσα έζησε την επίμαχη νύχτα.
Όπως κατέθεσε, κατά τη διάρκεια του αγώνα είχε βγει έξω από την καφετέρια γιατί ήθελε να μιλήσει στο κινητό του και εκεί « είδα αυτά τα δυο άτομα στο αμάξι τους, το οποίο είχαν παρκάρει πίσω από το δικό μας αυτοκίνητο... Ο ένας είχε ανοίξει το πορτ μπαγκάζ. Ο άλλος με κοίταζε έντονα και φόρεσε εκείνη τη στιγμή δερμάτινα γάντια. Υπήρχε μια λάμπα πάνω από το αυτοκίνητο και γι αυτό έβλεπα καλά.. όταν βλέπεις κάποιον να φοράει γάντια σημαίνει πως αν σε χτυπήσει δεν θα πάθει εκείνος ζημιά στα χέρια του.. Ο άλλος έκλεινε και τηλεφωνούσε ξανά. Είμαστε στα τρία μέτρα. Κοίταγε τα παιδιά έξω από την τζαμαρία της καφετέριας και έπαιρνε τηλέφωνα. Μάλλον δεν είχε καταλάβει ότι ήμουν και εγώ στην παρέα. “Ελάτε μην αργήσετε” έλεγε στο τηλέφωνο. Φαινόταν πάρα πολύ ότι καλούσε κόσμο. Μετά τον έχασα. Σε λίγο τέλειωσε ο αγώνας και βγήκε και η δική μας παρέα από την καφετέρια».
Ο μάρτυρας αναφέρθηκε και στα δύο άτομα που «φαίνονταν να είναι χρυσαυγίτες», που κάθονταν μέσα στο μαγαζί κατά τη διάρκεια του αγώνα και κοιτούσαν διαρκώς την παρέα τους. Είπε επίσης, πως ο ένας από αυτούς έστελνε συνεχώς μηνύματα, ενώ περιέγραψε και τα γεγονότα αμέσως μόλις τελείωσε ο αγώνας, οπότε έξω από την καφετέρια είδαν τους δύο που ήταν στο αυτοκίνητο να τους κοιτάζουν με το πορτ μπαγκάζ ανοιχτό.
Έδωσε επίσης περιγραφή και όσων έγιναν με την άφιξη του εξωτερικού φρουρού, του αποκαλούμενου «διαμεσολαβητή», που πήγαινε πότε στους μαζεμένους έξω από το μαγαζί, πότε στην παρέα τους.
Κατέθεσε επίσης και για τον Ρουπακιά με το αυτοκίνητο του εν μέσω μηχανών σε πορεία, ο οποίος είχε σταματήσει την παρέα τους για να ρωτήσει «ποια είναι η Κεφαλληνίας». Ο μάρτυρας τόνισε πως το όχημα είχε συνοδηγό και μία κοπέλα στο πίσω κάθισμα.
Ένα ακόμη στοιχείο που εισέφερε ο μάρτυρας, είναι πως αργότερα και ενόσω η παρέα του προχωρώντας πεζή προς την Κεφαλληνίας δεχόταν λεκτική επίθεση από 30-40 χρυσαυγίτες που τους ακολουθούσαν, είδε έναν άντρα «στην μέση της Τσαλδάρη», ο οποίος του φάνηκε «πιο φανατισμένος. Απευθύνθηκε προσωπικά στον Παύλο, τον κοίταζε μέσα τα μάτια και του φώναξε “έλα εδώ ρε κότα, θα σε σκοτώσω” και μετά από λίγα δευτερόλεπτα ένας αστυνομικός βρέθηκε ανάμεσα στον Παύλο και στον τύπο».
Σύμφωνα με την κατάθεση του φίλου του Παύλου Φύσσα: «Γύρισα το κεφάλι μου. Ο Παύλος περπατούσε και είδα κόσμο πολύ κοντά του. Ήταν όλοι επιθετικοί, φώναζαν. Ο ένας κρατούσε κάτι μαύρο μακρύ, σαν σιδηρολοστό και ένας άλλος κρατούσε κάτι σαν ξύλο. Υπήρχαν 2-3 άτομα που φορούσαν μπλούζες της ΧΑ. Εμείς προσπαθούσαμε να φύγουμε. Τότε εμφανίστηκε μια μηχανή της ομάδας ΔΙΑΣ και ένας αστυνομικός βρέθηκε ανάμεσα στον Παύλο και τον τύπο που φώναζε πιο πολύ. Κοίταξε και προς τις δυο κατευθύνσεις. Εκείνη τη στιγμή βγήκαν περισσότερα άτομα από την Κεφαλληνίας και ο Παύλος φώναξε “τρέχουμε τώρα” και εμείς αρχίσαμε να φεύγουμε γιατί ήταν πάρα πολλά τα άτομα. Το τελευταίο που είδα ήταν στο μισό μέτρο από τον Παύλο να βρίσκονται 5-6 άτομα. Δίπλα του, νομίζω ήταν η Χρυσά και ο Μελαχρινόπουλος. Συνέχιζαν να φωνάζουν, αλλά από τη στιγμή που μπήκα στο στενό δεν μπορούσα να ακούσω».
Απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις, ο μάρτυρας υποστήριξε πως η παρουσία του αστυνομικού τον ηρέμησε και πως πίστεψε ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα, ενώ ανέφερε πως πιστεύει ότι «ο αστυνομικός έκανε τη δουλειά του. Μπήκε στη μέση για να σταματήσει μια συμπλοκή».
Η υπόλοιπη παρέα των νεαρών, όπως είπε ο μάρτυρας, κρύφτηκε σε μια πυλωτή και ο ίδιος ειδοποίησε την αστυνομία.
Ο Νίκος Χατζηευστρατίου είπε πως αυτά τα τρία χρόνια «βασανίζομαι γιατί άφησα πίσω μου τον Παύλο περικυκλωμένο από μία ομάδα αντρών και εγώ έτρεξα να ξεφύγω» και ότι αυτό το βάρος τον έκανε να μην θέλει να καταθέσει.
«Γιατί δεν γυρίσατε πίσω για να βοηθήσετε τον Παύλο;» τον ρώτησε η εισαγγελέας. «Θα σας απαντήσω ειλικρινά. Είναι ο λόγος που εδώ και τρία χρόνια βασανίζομαι και γι’ αυτό δεν ήθελα να έρθω να καταθέσω. Ήταν η πρώτη φορά που δεν βοήθησα φίλο μου στα δύσκολα, ίσως και να είμαστε και οι δυο νεκροί...» απάντησε ο μάρτυρας.
Όπως είπε επίσης, θεωρεί πως «ίσως ο Παύλος έμεινε πίσω για να τους καθυστερήσει, για να μην μας πιάσουν». Περιγράφοντας τον φίλο του, ο μάρτυρας είπε πως «ο Παύλος ήταν ευθύς, ήρεμος, ο σοφότερος της παρέας, πολύ εργατικός και προστατευτικός .... Επειδή ήμασταν μικρότεροι έμπαινε πάντα μπροστά».
Ο μάρτυρας είπε πως όταν έμαθε για τη δολοφονία του φίλου του υπέστη νευρικό κλονισμό και υποχρεώθηκε να φύγει από την Αθήνα για να μπορέσει να συνέλθει και ότι είχε κρίσεις πανικού: «.. φοβόμουν ότι θα εμφανιστεί ένας χρυσαυγίτης να με μαχαιρώσει. Δεν ήθελα να βγαίνω από το σπίτι».
Η πλευρά των κατηγορουμένων υποστήριξε πως τίθεται θέμα ψευδορκίας του μάρτυρα εντοπίζοντας «εξόφθαλμες αντιφάσεις». Κατά την διάρκεια των ερωτήσεων από την υπεράσπιση ο μάρτυρας είπε: «Ξέρετε πόσο κόπο έχω κάνει για να βάλω το μυαλό μου σε μια σειρά;» και επεσήμανε πως έχει δώσει μία μόνο κατάθεση στην ΓΑΔΑ η οποία είναι ελλιπής.
Η δίκη θα συνεχιστεί την Πέμπτη.