Επιστολή ανησυχίας σχετικά με την CETA και την προσωρινή της εφαρμογή έστειλαν στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης 57 βουλευτές του ελληνικού κοινοβουλίου, μεταξύ των οποίων οι βουλευτές Λάρισας του ΣΥΡΙΖΑ, Άννα Βαγενά και Νίκος Παπαδόπουλος, καθώς και ο βουλευτής Λάρισας της Νέας Δημοκρατίας, Μάξιμος Χαρακόπουλος.
Πρόκειται για πρωτοβουλία συλλογής υπογραφών μελών του ολλανδικού κοινοβουλίου – η Ολλανδία ασκεί αυτό το εξάμηνο την προεδρία του Συμβουλίου της Ε.Ε. – με στόχο την όσο το δυνατόν ευρύτερη κινητοποίηση των εθνικών κοινοβουλίων σχετικά με το ζήτημα της Συνολικής Συμφωνίας Οικονομίας και Εμπορίου μεταξύ της ΕΕ και του Καναδά (CETA).
Στην επιστολή αναφέρονται τα εξής :
«Τα μέλη των εθνικών κοινοβουλίων της ΕΕ παρακολουθούν με μεγάλο ενδιαφέρον τις διαπραγματεύσεις για τη Συνολική Συμφωνία Οικονομίας και Εμπορίου (CETA) μεταξύ της ΕΕ και του Καναδά. Αντιλαμβανόμαστε ότι η νομική προεργασία έχει ολοκληρωθεί και ότι το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης συζήτησε ένα σχέδιο κειμένου στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων για θέματα εμπορίου, στις 13 Μαΐου 2016.
Αντιλαμβανόμαστε, επίσης, ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιβεβαίωσε την πρόθεσή της να υποβάλει πρόταση προς το Συμβούλιο τον Ιούνιο του 2016 για την υπογραφή της CETA, και προσκόμισε τη γνωμάτευσή της σχετικά με το εάν θεωρεί ότι η νομική φύση του κειμένου της συμφωνίας υπάγεται στη μεικτή αρμοδιότητα των κρατών - μελών και της ΕΕ. Επιπλέον, το Συμβούλιο θα μπορούσε να κληθεί να εγκρίνει την προσωρινή εφαρμογή (μερών) της συμφωνίας.
Θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι πριν από δύο χρόνια είκοσι εθνικά κοινοβούλια κρατών -μελών της ΕΕ εξέφρασαν την άποψη προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι η νομική φύση της CETA θα πρέπει να θεωρείται ως μεικτή συμφωνία, δεδομένου ότι περιέχει διατάξεις που αφορούν την πολιτική σε τομείς, όπως ορισμένα σημεία των υπηρεσιών, των μεταφορών και της προστασίας των επενδυτών, τα οποία υπάγονται στις αρμοδιότητες των κρατών μελών.
Τα εθνικά κοινοβούλια τόνισαν ότι αποδίδουν μεγάλη σημασία στο να κυρώνονται από τα εθνικά κοινοβούλια ολοκληρωμένες εμπορικές συμφωνίες, όπως η CETA. Η Επιτροπή απάντησε ότι (τα κοινοβούλια) μπορούν να προτείνουν μόνο τη φύση του κειμένου προς το Συμβούλιο, όταν το κείμενο είναι οριστικό, και ότι το Συμβούλιο αποφασίζει πώς να υπογράψει τη συμφωνία. Το Συμβούλιο, μετά την πρόσφατη συνεδρίασή του της 13ης Μαΐου, υιοθέτησε μια άποψη που συμμερίζονται οι υπουργοί, ότι η CETA υπάγεται στη μεικτή αρμοδιότητα ΕΕ και κρατών μελών και ότι θα πρέπει να υπογραφεί και να συναφθεί ως τέτοια. Θέλουμε να επαναλάβουμε ότι είμαστε της ίδιας άποψης.
Δεδομένου ότι ο νέος τύπος σφαιρικών και σε βάθος συμφωνιών ελεύθερων συναλλαγών (ΣΕΣ) δεν αφορά σε οποιεσδήποτε ΣΕΣ, αλλά σε άκρως πολιτικές συμφωνίες, βλέπουμε μια έντονη συζήτηση σχετικά με το ποια άρθρα εμπίπτουν σε ποιες αρμοδιότητες, σύμφωνα με τις Συνθήκες της ΕΕ. Ιδίως εφόσον αυτές οι σφαιρικές και σε βάθος συμφωνίες στοχεύουν σε ρυθμίσεις «πίσω από τα σύνορα», δηλαδή σε ευρωπαϊκούς και εθνικούς κανονισμούς. Και ναι μεν η συνεργασία σε επίπεδο ρυθμίσεων και στην προστασία των επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των διαφόρων μηχανισμών επίλυσης διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών, μπορεί να είναι προς το συμφέρον (ορισμένων) ξένων επενδυτών, αλλά μπορεί επίσης να επηρεάσει το δίκαιο της ΕΕ και το εθνικό δίκαιο.
Μια γνωμοδότηση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τη νομική φύση του σχεδίου Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου με τη Σιγκαπούρη θα είναι σημαντική για τον προσδιορισμό των τμημάτων της CETA που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της ΕΕ και για το ποια μέρη θα πρέπει να θεωρούνται αρμοδιότητα των κρατών μελών. Η γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έχει ζητηθεί από την Επιτροπή και δεν αναμένεται πριν από το 2017. Προηγουμένως θα είναι πολύ δύσκολο να καθοριστεί ποια μέρη υπάγονται αποκλειστικά στην ΕΕ, χωρίς να υπεισέλθουμε σε μια ευαίσθητη και πολιτικοποιημένη συζήτηση.
Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να απαντήσει σε ερωτήσεις από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και άλλους σχετικά με το πότε θα τελειώνει η προσωρινή εφαρμογή, αν η συνθήκη δεν επικυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη. Αυτή η ερώτηση έγινε σχετική μετά την ολλανδική αρνητική ψήφο στο δημοψήφισμα για τη Συνθήκη Σύνδεσης ΕΕ / Ουκρανίας.
Για τους λόγους αυτούς, ζητούμε από την Επιτροπή και το Συμβούλιο να απόσχουν από την προσωρινή εφαρμογή όλων των μερών της Συνολικής Συμφωνίας Οικονομίας και Εμπορίου με τον Καναδά, για τα οποία υπάρχει ή θα μπορούσε να υπάρξει οποιαδήποτε αμφιβολία σχετικά με την αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, θα θέλαμε να λάβουμε μια νομική αποσαφήνιση του τρόπου με τον οποίο και κάτω από ποιες συνθήκες η ΕΕ έχει την αρμοδιότητα να εφαρμόζει προσωρινά μια συνθήκη, ειδικά εάν ένα από τα κράτη μέλη της αποφασίζει να μην επικυρώσει την εν λόγω Συνθήκη.
Προσβλέπουμε στην ανταπόκρισή σας και θα εκτιμούσαμε αν λαμβάναμε την απάντηση αυτή πριν το Συμβούλιο αποφασίσει για κάποιο από τα υπόψιν ζητήματα».