ΑΘΗΝΑ
Συνεχίζεται ο κύκλος των συναντήσεων με τους εκπροσώπους των θεσμών στο πλαίσιο της προσπάθειας να κλείσει η πρώτη αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας.
Ολοκληρώθηκε το μεσημέρι του Σαββάτου η συνάντηση του υπουργού Εργασίας Γιώργου Κατρούγκαλου με το κουαρτέτο, ενώ η προγραμματισμένη για χθες στις 14.00, συνάντηση του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης με τους εκπροσώπους των θεσμών για το δημοσιονομικό πλαίσιο θα πραγματοποιηθεί τελικά την Κυριακή στις 12 το μεσημέρι.
Σύμφωνα με τον υπουργό, συζητήθηκαν θέματα της αρχιτεκτονικής μεταρρύθμισης, δηλαδή ποσοστά αναπλήρωσης και εθνική σύνταξη.
«Είπαμε τις απόψεις μας και θα συνεχιστεί η διαπραγμάτευση πάνω σε αυτά» τόνισε ο κ. Κατρούγκαλος, υπογραμμίζοντας, ωστόσο, ότι η διαπραγμάτευση είναι σκληρή, αλλά σε καμία περίπτωση αγεφύρωτη.
Ο υπουργός Εργασίας χαρακτήρισε αδιαπραγμάτευτο το ύψος της εθνικής σύνταξης στα 384 ευρώ, ενώ διευκρίνισε ότι δεν έχει τεθεί από τους δανειστές θέμα σύνδεσης της εθνικής σύνταξης με εισοδηματικά κριτήρια.
Παράλληλα, ο κ. Κατρούγκαλος δήλωσε ότι δεν συζητήθηκε το θέμα των επικουρικών συντάξεων, επαναλαμβάνοντας ότι το εν λόγω ζήτημα θα συζητηθεί, όταν κλείσουν τα υπόλοιπα.
Σε ό,τι αφορά στο φορολογικό μέτωπο η πρόταση των θεσμών για μείωση του αφορολόγητου ορίου στη ζώνη των 7.000 ευρώ δοκιμάζει την κόκκινη γραμμή της κυβέρνησης για προστασία χαμηλών εισοδημάτων (μισθωτών και συνταξιούχων) καθώς επιβάλει επιπλέον φόρο σε εισοδήματα που κινούνται πάνω από τον βασικό μισθό.
Ηδη, η κυβέρνηση δια του Ευκλείδη Τσακαλώτου έχει διαμηνύσει ότι σκοπεύει να υποβάλει αντιπρόταση, κάτι που αναμένεται να γίνει σήμερα. Υπενθυμίζεται ότι ο βασικός στόχος της πρότασης που είχε υποβάλει η Αθήνα πρόσφατα προέβλεπε ουσιαστικά τη διάσωση εισοδημάτων μέχρι τη ζώνη των 30.000 ευρώ και επιβάρυνση των υψηλότερων.
Στη διαπραγμάτευση πάντως σημαντικό όπλο για την κυβέρνηση είναι η καλή πορεία του προϋπολογισμού το πρώτο δίμηνο της χρονιάς.
Σύμφωνα με Το Βήμα της Κυριακής, η κυβέρνηση έχει ήδη αποδεχτεί την καθιέρωση «εθνικής σύνταξης δύο ταχυτήτων», μειώσεις 5% στις επικουρικές συντάξεις (κάποιοι μιλούν για μεσοσταθμικές μειώσεις έως 20%), μειώσεις 20%-50% στα εφάπαξ και στα μερίσματα των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς και τη μείωση του πλαφόν της κύριας σύνταξης κάτω των 2.000 ευρώ.