Είχα μόλις ξυπνήσει και δεν ήμουν ακόμη σίγουρος αν ήθελα να βρίσκομαι εκεί. Είναι βαρύ να επισκεφτείς μια περιοχή όπου άνθρωποι, λόγω του πολέμου που γίνεται στην χώρα τους, προσπαθούν να φτάσουν εκεί ώστε να περάσουν τα σύνορα αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον, το μέλλον που δεν κατάφερε να τους προσφέρει η χώρα τους και παρ’ όλα αυτά να παραμένουν στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Φυσικά, αναφέρομαι στην Ειδομένη, την περιοχή που αυτή την στιγμή έχει «βουλιάξει» από πρόσφυγες. Τελικά πήρα την απόφαση να την επισκεφτώ καθώς θα ήταν μια εμπειρία για μένα, μια εμπειρία που τελικά αποδείχθηκε αξέχαστη. Στην διαδρομή ήμουν σκεπτικός για το τι πρόκειται να αντικρύσω. Αναρωτιόμουν αν θα ήταν όπως οι χιλιάδες εικόνες που προβάλλονται καθημερινά από τα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης. Μήπως τα μέσα υπερβάλλουν ή μήπως ωραιοποιούν την κατάσταση που μαίνεται εδώ και αρκετό καιρό στην περιοχή; Λίγα χιλιόμετρα έξω από το χωριό, την Ειδομένη, συναντήσαμε τους πρώτους πρόσφυγες. Γυναίκες, παιδιά, οικογένειες, κάποιοι κουβαλώντας τα απαραίτητα δηλαδή φαγητό, νερό, κουβέρτες και στρώματα και άλλοι δίχως να έχουν τίποτε δικό τους στα χέρια περπατούσαν στον δρόμο προσπαθώντας να φτάσουν στον χώρο «λύτρωσης» τους. Μα μόνο λύτρωση δεν θα τους προσέφερε αυτό που έμελλαν να ζήσουν. Σταματήσαμε δίπλα στον δρόμο για να τους παρατηρήσουμε. Ήταν τραγικό για εμένα να βλέπω ανθρώπους μπροστά μου και να μην μπορώ να τους προσφέρω βοήθεια ενώ την χρειάζονταν. Παιδιά που έκλαιγαν γιατί φοβόντουσαν, γιατί κρύωναν, γιατί πεινούσαν, γιατί ήταν κουρασμένα μα δεν μπορούσαν να σταματήσουν και να ξεκουραστούν καθώς αυτό θα καθυστερούσε το ταξίδι τους. Γονείς, που φαινόταν στα πρόσωπα τους χαραγμένα η αγωνία και ο φόβος, να μην μπορούν να προσφέρουν στα παιδιά τους αυτό που όφειλαν να προσφέρουν δηλαδή προστασία και στοργή. Επιβιβαστήκαμε ξανά στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για να καταλήξουμε στην Ειδομένη. Φτάνοντας στο σημείο που ξεκινούσαν οι σκηνές των προσφύγων αφήσαμε το αυτοκίνητο και προχωρήσαμε με τα πόδια. Παντού γύρω μας υπήρχαν στημένες σκηνές και άνθρωποι που μπαινόβγαιναν κάνοντας δουλειές στο μικρό τους αυτό «σπίτι». Το «σπίτι» που πρόκειται να τους φιλοξενήσει μέχρι να καταφέρουν να περάσουν τα σύνορα. Όσο προχωρούσαμε έβλεπα όλο και περισσότερες σκηνές στοιβαγμένες τη μια πάνω στην άλλη. Το προηγούμενο βράδυ είχε βρέξει και τα πάντα ήταν γεμάτα λάσπη από τις ίδιες τις σκηνές μέχρι και τα ρούχα των ανθρώπων αυτών. Μιλώντας με τους υπεύθυνους των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων, που βρίσκονται στο σημείο και βοηθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο προσφέροντας στους πρόσφυγες φαγητό, καθαρό νερό, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και εν μέρη ψυχολογική υποστήριξη, μας ενημέρωσαν πως στο σημείο βρίσκονται γύρω στους εννιά χιλιάδες πρόσφυγες και καθημερινά φτάνουν εκατοντάδες άλλοι. Το κράτος δεν παρέχει καμία βοήθεια και έτσι όλο το βάρος «πέφτει» στους εθελοντές. Καθώς, έκανα μια περιήγηση μέσα στον χώρο που βρίσκονται οι πρόσφυγες οι εικόνες που αντίκρυσα ήταν κάτι παραπάνω από σκληρές. Παιδιά ντυμένα με βρώμικα και σκισμένα ρούχα να κλαίνε καθώς ζητούσαν απλά μια αγκαλιά από τους γονείς τους, εκατοντάδες άνθρωποι στέκονταν σε μια ουρά περιμένοντας να πάρουν ένα σάντουιτς να φάνε, άλλοι έπλεναν τα λιγοστά τους ρούχα σε κάποιες βρύσες που είχαν εγκαταστήσει οι οργανώσεις που βρίσκονται εκεί και ταυτόχρονα λούζονταν κι πλενόντουσαν. Ένα μικρό κοριτσάκι που δεν ήταν ούτε τεσσάρων χρονών ήταν μόνο του χαμένο. Κάποιοι εθελοντές το βρήκαν το πήραν μαζί τους και το φρόντιζαν μέχρι να βρεθεί η οικογένεια του. Λίγα μέτρα πιο κάτω οι γραμμές των τραίνων που συνδέουν την Ελλάδα με την ΠΓΜΔ έχουν γίνει το σπίτι για πολλούς πρόσφυγες οι οποίοι χρησιμοποιούν ένα χαρτόνι ή μια κουβέρτα για να ξαπλώσουν κάτω ή κάποιοι άλλοι ξαπλώνουν πάνω στο χώμα καθώς δεν έχουν κάτι να χρησιμοποιήσουν. Παρ’ όλα αυτά, οι άνθρωποι αυτοί ζουν την ζωή τους και την καθημερινότητα τους όπως ο κάθε άλλος άνθρωπος καθαρίζουν τις σκηνές τους, ασχολούνται με τα παιδιά τους, πλένουν τα ρούχα τους, κουρεύονται, ξυρίζονται και κάνει ο καθένας ότι μπορεί για να περάσουν οι μέρες, οι ώρες και τα λεπτά μέχρι τα σύνορα να ανοίξουν και εκείνοι να μπορέσουν να φύγουν. Να φύγουν μακριά από τις απάνθρωπες καταστάσεις που ζουν και να αναζητήσουν κάτι καλύτερο. Μιλώντας με κάποιους από αυτούς, συνομήλικους μου και μη, αντιλήφθηκα πως σκοπός τους είναι η αναζήτηση μιας πραγματικής ζωής, μιας ανθρώπινης ζωής και όχι μιας ζωής μέσα στον πόλεμο και στην συνεχή μάχη. Και όμως στις μέρες μας δεν είναι αυτονόητο κάτι τέτοιο και εμείς δεν μπορούμε να το αντιληφθούμε καθώς η ζωή που ζούμε δεν μπορεί να συγκριθεί με την δική τους. Κλείνοντας, καταλαβαίνω ίσως το βασικότερο όλων. Κάτι που όλοι έπρεπε και πρέπει να αντιληφθούμε από την αρχή, οι πρόσφυγες είναι ΑΝΘΡΩΠΟΙ, άνθρωποι σαν και εμάς, σαν εμένα, εσένα και όποιον άλλον άνθρωπο στον κόσμο και για αυτόν τον λόγο οφείλουμε να τους φερθούμε όπως θα φερόμασταν στον «διπλανό» μας, στον γείτονα μας, στον συνεργάτη μας ακόμη και στην ίδια μας την οικογένεια. Όποιος όμως δεν πείθετε ας αναρωτηθεί σε αυτό το σημείο τι παραπάνω έχει από αυτόν το άνθρωπο και αφού αντιληφθεί πως όλοι είμαστε ίδιοι, ασχέτως της ζωής που κάνουμε, θα καταλάβει πως πρέπει να βοηθήσουμε τους ανθρώπους αυτούς καθώς ο λόγος που εξανάγκασε τους ίδιους να φύγουν από τη χώρα τους μπορεί κάποια στιγμή να γίνει λόγος για εμάς τους ίδιους και δεν νομίζω πως θα θέλαμε μια τέτοια μεταχείριση και μια τέτοια απάνθρωπη ζωή. Ας τους βοηθήσουμε, λοιπόν, με κάθε εφικτό τρόπο «φωνάζοντας» τους έτσι δυνατά πως η ελπίδα πεθαίνει πάντοτε τελευταία...
Δημήτρης Μητούλας
Μαθητής Β’ Λυκείου