Της Σοφίας Ορφανιώτη
Η διάλυση ενός γάμου είναι αναμφίβολα μια επώδυνη και δύσκολη υπόθεση. Το διαζύγιο και οι επιπτώσεις του, είναι μια συνθήκη όπου τις τελευταίες δεκαετίες την συναντάμε όλο και πιο συχνά. Όταν λοιπόν ένα ζευγάρι αποφασίζει να πάρει διαζύγιο, το πρώτο πράγμα που σκέφτεται είναι, πως θα το «πάρουν» τα παιδιά, πως θα δεχθούν μια τέτοια αλλαγή στο σπίτι και κυρίως στη ζωή τους.
Αναμφίβολα είναι από τους πιο συχνούς προβληματισμούς που εξωτερικεύουν στους ειδικούς επιστήμονες, οι γονείς που σκέφτονται ή αποφασίζουν να χωρίσουν, αφού η έννοια τους είναι να μην πληγωθούν τα παιδιά, αλλά και να μην τους επηρεάσει αυτή η απόφαση στην καθημερινότητα τους.
Σύμφωνα με την Σύμβουλο Παιδιών και Εφήβων – Ψυχοθεραπεύτρια -Επιστημονική Συνεργάτη του Ι.Ψ.Α. κ. Δήμητρα Παπαδήμα, «Το διαζύγιο είναι μια τραυματική εμπειρία για όλα τα μέλη της οικογένειας, οπότε και τα παιδιά θα βιώσουν αυτή την δύσκολη κατάσταση.
Και εξηγεί τους λόγους. Για παράδειγμα, η σκέψη ή η φαντασίωση ότι πλέον τα παιδιά θα μένουν με τον ένα γονιό και θα χρειάζεται να βλέπουν ορισμένες φορές τον άλλο αγχώνει και τρομάζει.
ΠΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΔΙΑΡΚΕΣΕΙ Η «ΔΥΣΚΟΛΗ» ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΖΥΓΙΟΥ;
Συνήθως επισημαίνει η κ. Παπαδήμα είναι μια περίοδος που όλα τα μέλη της οικογένειας προσπαθούν να βρουν νέες ισορροπίες. Το διαζύγιο από τη στιγμή που αποφασίζεται μέχρι τη στιγμή που αρχίζει να γίνεται πράξη, είναι μια διαδικασία που θα προκαλέσει συναισθήματα δυνατά, κάποιες φορές και ακραία.
Πρόκειται για το κλείσιμο ενός σημαντικού κύκλου της πορείας του ανθρώπου, είτε πρόκειται για παιδί, είτε πρόκειται για ενήλικα και την έναρξη ενός νέου, που φαντάζει δύσκολος και βιώνεται ως επώδυνος.
Πολλοί παράγοντες θα παίξουν το ρόλο τους για το πόσο θα διαρκέσει αυτή η περίοδος και στο πως θα βιώσει ο καθένας και ειδικότερα τα παιδιά το διαζύγιο.
Οι κυριότεροι λόγοι είναι σύμφωνα με την κ. Παπαδήμα η ποιότητα του γάμου μέχρι την έναρξη των προβλημάτων, οι προσωπικότητες των δύο γονέων, η στάση απέναντι στα παιδιά μετά το χωρισμό, η σχέση των γονέων μετά το διαζύγιο, η ηλικία των παιδιών κατά τη διάρκεια του διαζυγίου.
Η ηλικία των παιδιών είναι ένας παράγοντας που χρειάζεται να λαμβάνεται υπόψη κάθε φορά, προκείμενου να προχωρήσει η διαδικασία του διαζυγίου.
Έχει διαπιστωθεί μετά από έρευνες ότι μεγαλύτερη προσοχή χρειάζεται σε δύο ηλικιακά γκρουπ: Το ένα είναι από βρέφη μέχρι και έξι χρονών και το δεύτερο είναι από την προεφηβεία (10 περίπου) και μέχρι τα δεκατέσσερα περίπου χρόνια.
Οι περισσότεροι γονείς ειδικά με τα παιδιά προσχολικής ηλικίας, δεν ανησυχούν στηριζόμενοι στο επιχείρημα ότι δεν καταλαβαίνουν και πολλά πράγματα τα παιδιά σε αυτή την ηλικία.
Στην προσχολική ηλικία όμως, εγκαθιδρύεται η έννοια της εμπιστοσύνης και η διάλυση της οικογένειας κλονίζει οριστικά την έννοια αυτή.
ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΠΕΥΘΥΝΟΥΝ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΣΤΟΥΣ ΕΙΔΙΚΟΥΣ
Τις περισσότερες φορές σύμφωνα με την κ. Παπαδήμα επικεντρώνονται στα εξής ερωτήματα: Να το πούμε στα παιδιά; Αντέχουν να ακούσουν; Μήπως είναι μικρά; Μήπως να τους το πούμε σιγά – σιγά;
Η απάντηση όπως τονίζει χαρακτηριστικά η κ. Παπαδήμα είναι ότι «τα παιδιά σε κάθε περίπτωση βιώνουν την κατάσταση και τη συναισθηματική φόρτιση που μπορεί να επιφέρει η απόφαση ενός διαζυγίου, οπότε καλό θα είναι να γνωρίζουν και τυπικά τι συμβαίνει προκειμένου να έχουν την ευκαιρία να συζητήσουν γι’ αυτό και το κυριότερο να εκφράσουν τις αγωνίες και τα συναισθήματα τους.
Οι αντιδράσεις των παιδιών στην ανακοίνωση και στη συνέχεια στην προσπάθεια συνειδητοποίησης της νέας πραγματικότητας σχετίζονται με την ηλικία στην οποία βρίσκονται.
Για παράδειγμα, στα παιδιά προσχολικής ηλικίας μπορεί να συναντήσουμε κλάματα χωρίς αιτία, διαταραχή στο φαγητό π.χ. ανορεξία, δυσκολίες στον ύπνο. Στα παιδιά σχολικής ηλικίας πτώση στη σχολική επίδοση, επιθετικότητα, εκρήξεις θυμού ή τάσεις απόσυρσης, στα παιδιά εφηβικής ηλικίας έντονες αντιπαραθέσεις και με τους δύο γονείς, πλήρη ταύτιση με τον ένα από τους δύο γονείς, προβλήματα στις φιλικές και ερωτικές σχέσεις».
Πάντως όποιες και να είναι οι αντιδράσεις των παιδιών, αυτό που χρειάζεται να νιώσουν είναι ότι μπορούν να «ακουμπήσουν» σε κάποιον από τους δύο γονείς και φυσικά για να αποφύγουν τα τυχόν λάθη, οι γονείς θα πρέπει να αναζητήσουν την γνώμη ενός ειδικού που θα μπορούσε να βοηθήσει στην κατανόηση και στην διαχείριση αυτών των «δύσκολων» συμπεριφορών, καταλήγει η κ. Παπαδήμα.