Του Κ. Γκιάστα
Αν μια είδηση προκάλεσε «ανατριχίλα» στους περισσότερους αναγνώστες από την χθεσινή «Ε» ήταν αυτή του περιστατικού παιδοφιλίας και παράλληλα αιμομιξίας. Ένας 57χρονος Λαρισαίος συνελήφθη για κατ΄ εξακολούθηση βιασμό της 14χρονης ανιψιάς του επί τέσσερα συνεχόμενα χρόνια μάλιστα…
Πώς τελικά οι γονείς μπορεί να προφυλάξουν τα ίδια τους τα παιδιά από τέτοια φαινόμενα και ποιο μπορεί να είναι το προφίλ του παιδόφιλου; Τι σημάδια παρουσιάζουν τα παιδιά που έχουν πέσει θύματα παρενόχλησης ή κακοποίησης;
Για όλα αυτά μιλά στην «Ε» η Εκπαιδευτικός – Σχολική ψυχολόγος, διδάκτωρ Πανεπιστημίου Κρήτης, Σοφία Παπαϊωάννου. Μας λέει πως δεν υπάρχει σχηματοποιημένο προφίλ για τον παιδόφιλο καθώς μπορεί να είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας και υπογραμμίζει πως οι γονείς θα πρέπει να ασχολούνται με τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους.
Αρχικά τη ρωτάμε για τα σημάδια που μπορούν να εμφανίζουν τα παιδιά (που έχουν πέσει θύματα) στην συμπεριφορά τους και μας λέει: «Στην αρχή εμφανίζουν γνώσεις για τη σεξουαλική ζωή που δεν γνώριζαν και πολλές φορές, μπορεί να έχει έχουν δεχτεί δώρα, να αναφέρουν κάποιο μεγάλο φίλο που δεν τον ονοματίζουν.
Τα παιδιά και οι έφηβοι που έχουν δεχτεί σεξουαλική παρενόχληση ή κακοποίηση βασανίζονται από ενοχές, εμφανίζουν φοβίες, νιώθουν σύγχυση και θυμό που άλλοτε εκδηλώνεται και άλλοτε όχι, ενώ πολύ συχνή είναι η κατάθλιψη με υφέσεις και εξάρσεις, δηλαδή άλλοτε αποσύρονται και απομονώνονται και άλλοτε παρουσιάζουν έντονες συμπεριφορές που δεν είχαν εμφανίσει στο παρελθόν, πχ. επιθετικότητα προς τους άλλους ή προς τον εαυτό τους. Ξαφνικές αλλαγές στη συμπεριφορά, τη διάθεση ή/και τη σχολική επίδοση. Επίσης, μπορεί να παρουσιάσουν σωματικά συμπτώματα όπως ναυτία και άλλα γαστρεντερικά προβλήματα, πονοκεφάλους, διαταραχές διατροφής και διαταραχές ύπνου. Σε ψυχολογικό επίπεδο: διαταραχή μετατραυματικού άγχους, με έντονη δυσφορία σε επίπεδο συναισθημάτων, καθημερινούς εφιάλτες, κατάθλιψη, άγχος και «φλάσμπακ».
Στα παιδιά αναπτύσσεται η τάση να αποχωρούν από κοινωνικές περιστάσεις και να αποφεύγουν διαπροσωπικές επαφές, για να αποφύγουν το άγχος που τους προκαλεί η συναναστροφή τους με τους άλλους και συχνά στρέφονται και απομονώνονται στον εσωτερικό κόσμο της φαντασίας τους. Οι έφηβοι εκτός από τα προηγούμενα μπορεί να στραφούν στη χρήση ουσιών για να αλλάξουν τη συνειδησιακή τους κατάστασης (καθώς δεν αντέχουν αυτό που βίωσαν) και αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις».
Τι γίνεται όμως με την περιοχή που ζούνε (πόλη, χωριό) και πόσο μεγάλο ρόλο παίζει στον αριθμό των συμβάντων. Σχετικά μ αυτό αναφέρει: «Δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο αναφορικά με τον αριθμό των περιστατικών που συμβαίνουν, αλλά αναφορικά με την κοινοποίηση των συμβάντων. Στις αστικές κοινωνίες είναι πιθανότερο να "αποκαλυφθεί" ένα περιστατικό αν και ακόμα και σήμερα υπάρχει ο φόβος του στιγματισμού, συγκριτικά με τις μικρότερες και κλειστές κοινωνίες.
ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΟΥ ΠΑΙΔΟΦΙΛΟΥ
Όλοι μας αναρωτιόμαστε για το αν υπάρχει τελικά σχηματισμένο κάποιο προφίλ παιδόφιλων και η κ. Παπαιωάννου υπογραμμίζει: «Δεν υπάρχει συγκεκριμένο προφίλ, μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κοινωνικό στρώμα ή τάξη. Δεν παίζει ρόλο η μόρφωση, η θρησκεία, η καλλιέργεια, η οικονομική κατάσταση όπως συμβαίνει με την άσκηση σωματικής βίας και το ξύλο που εμφανίζεται στα οικονομικά ασθενέστερα στρώματα. Ρόλο παίζει η προσωπικότητα του ατόμου. Ο δράστης έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση, δυσκολίες στις κοινωνικές και διαπροσωπικές σχέσεις με ενηλίκους, εσωτερικές συγκρούσεις με τον εαυτό του και συναισθηματικές διαταραχές που πιθανά να ξεκινούν από τη δική του παιδική ηλικία. Δεν αποκλείονται και οι περιπτώσεις ατόμων με ψυχοπαθολογία. Γενικότερα όμως δεν είναι απαραίτητο να έχει κάποιος την εικόνα του διαστροφικού που πλησιάζει τα παιδάκια στο πάρκο, αλλά μπορεί να είναι συγγενής, οικογενειακός φίλος, γείτονας, δάσκαλος, άνθρωπος πέρα από κάθε υποψία που θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως πατρικό πρότυπο για το παιδί. Κάποιοι επιλέγουν επαγγέλματα που τους επιτρέπουν να βρίσκονται κοντά σε παιδιά και σχεδόν πάντα έχουν παιδιά και οι ίδιοι. Θύματα αναζητούν στο περιβάλλον τους και δεν αποκλείεται να κακοποιούν και τα δικά τους παιδιά, φτάνοντας στην αιμομιξία.
Γενικά μπορεί να είναι ο καθένας, ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας που μπορεί να μας εμπνέει και εμπιστοσύνη γιατί είναι φιλικός με τα παιδιά. Οπότε δε φαίνεται να παίζει ρόλο κάποιος ιδιαίτερος κοινωνικός ή οικονομικός παράγοντας.
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ
Αλήθεια όμως μπορεί η οικονομική ύφεση να έχει παίξει το δικό της ρόλο σε τέτοια περιστατικά; Σύμφωνα με την κ. Παπαϊωάννου «στο επίπεδο του βιασμού δεν υπάρχει άμεση εμφανής σύνδεση αυτή τη στιγμή, ωστόσο με την οικονομική κρίση έχει αυξηθεί το ποσοστό σεξουαλικής παρενόχλησης στο διαδίκτυο και οι παιδεραστές έχουν βρει ένα χώρο όπου μπορούν να κινηθούν απαρατήρητοι, με ευκολία και χωρίς κάποιο ιδιαίτερο οικονομικό κόστος».
Όσον αφορά τώρα στο αν υπάρχει οικονομικό και κοινωνικό στάνταρ στις οικογένειες των παιδιών που πέφτουν θύματα (δηλαδή να έχουν οικονομικά και εσωτερικά έντονα προβλήματα) ανέφερε: «Στις οικογένειες που υπάρχουν οικονομικά και εσωτερικά έντονα προβλήματα έχει αυξηθεί η σωματική κακοποίηση, το ξύλο και η ενδοοικογενειακή βία. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τη σεξουαλική κακοποίηση. Συμβαίνει σε κάθε είδους οικογένεια, το αν θα αποκαλυφθεί ή όχι έχει να κάνει με τις σχέσεις του παιδιού με τους γονείς. Είναι σημαντικό οι γονείς να έχουν δημιουργήσει στην οικογένεια κλίμα ασφάλειας και εμπιστοσύνης για να μπορούν τα παιδιά να αναφέρουν αν τους συμβεί κάτι. Είναι σημαντικό τα παιδιά να γνωρίζουν ότι κανείς δεν έχει δικαίωμα να τα αγγίζει με τρόπο που δεν επιθυμούν και ότι δεν θα πρέπει να έχουν μυστικά από τους γονείς. Οι γονείς θα πρέπει να ασχολούνται με τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους που δεν είναι μόνο θέμα του σχολείου και να συζητάνε χωρίς ντροπή θέματα που θέτει το παιδί. Τέλος αν παρατηρήσουν οποιαδήποτε ξαφνική και χωρίς εμφανή αιτία αλλαγή στη συμπεριφορά του παιδιού θα πρέπει να προβληματιστούν».