Στην εκδήλωση συμμετείχαν, επίσης, η υφυπουργός Παιδείας, κ. Μ. Τζούφη, ο υφυπουργός Εργασίας, κ. Α. Ηλιόπουλος, ο βουλευτής του Ποταμιού, κ. Γ. Μαυρωτάς, ο γ. γραμματέας της ΕΣΑμεΑ, κ. Ι Λυμβαίος και ο δ/ντής του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ, κ. Χ. Γούλας.
Ο Λαρισαίος πολιτικός, στην αρχή της τοποθέτησής του, τόνισε πως η αξιοποίηση πόρων από το ΕΣΠΑ αποτελεί σημαντικό εργαλείο στη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, αναφέροντας το παράδειγμα-πρότυπο της Περιφέρειας Θεσσαλίας, η οποία άγγιξε την κορυφή σε απορροφητικότητα, σύμφωνα με την προηγούμενη έκθεση του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕΕ.
Ο αν. τομεάρχης Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων της ΝΔ εστίασε στα ειδικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα η ειδική αγωγή και εκπαίδευση:
-‘’Το πρώτο πρόβλημα εντοπίζεται στον μικρό αριθμό Ειδικών Λυκείων. Αυτή τη στιγμή υφίστανται κενά στα τμήματα ένταξης και παράλληλης στήριξης και βλέπουμε τα παιδιά με αυτισμό να εγκαταλείπονται σε πολλές περιπτώσεις στο Γενικό Σχολείο, χωρίς να υπάρχει παράλληλη στήριξη από ειδικό εκπαιδευτικό προσωπικό.
-Το δεύτερο πρόβλημα είναι η παντελής αδυναμία συνέχισης της φοίτησης σε άλλη δομή για τους μαθητές των Εργαστηρίων Ειδικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ΕΕΕΕΚ). Η ΝΔ ίδρυσε δύο πιλοτικά ΙΕΚ, τα οποία λειτουργούν μέχρι σήμερα και είχε ετοιμάσει τον θεσμό των ΣΕΚ, τον οποίο «πάγωσε» η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
-Το τρίτο πρόβλημα αφορά στο προσωπικό. Στην ειδική αγωγή δεν έχει γίνει ποτέ διαγωνισμός ΑΣΕΠ για διορισμό εκπαιδευτικών, με αποτέλεσμα να καλύπτονται οι ανάγκες αποκλειστικά με προσλήψεις αναπληρωτών μέσω ΕΣΠΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ με την αλλαγή του νόμου, «έβαλε» σε επικουρικό πίνακαόσους εκπαιδευτικούς ΑΜΕΑ έχουν πτυχίο, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να προσληφθούν ποτέ. Συνεπώς, απ’ τη στιγμή που οι άνθρωποι αυτοί μπορούν να διδάξουν στην ειδική αγωγή, θα πρέπει να βρούμε έναν τρόπο, με τον οποίο ένα ποσοστό τους θα προσλαμβάνεται και στη γενική αγωγή’’.
Στη συνέχεια, ο Λαρισαίος βουλευτής αναφέρθηκε στις άστοχες επιλογές της κυβέρνησης και συγκεκριμένα στο σχέδιο νόμου, που πρόκειται να συζητηθεί στη Βουλή, για τις δομές εκπαίδευσης, υπογραμμίζοντας: ‘’Στο νομοσχέδιο παρατηρείται εκδικητικότητα και αναξιοκρατία.Η κατάργηση του θεσμού των Σχολικών Συμβούλων, του τελευταίου και μοναδικού υποστηρικτικού θεσμού σε επίπεδο σχολικής μονάδας, υποβαθμίζει τον επιστημονικό, συμβουλευτικό και τον ψυχοκοινωνικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Η υποκατάστασή τους με τους Συντονιστές Εκπαιδευτικού Έργου, με μια εξ αποστάσεως επιστημονική καθοδήγηση, χωρίς ουσιαστικές αρμοδιότητες στην καθημερινή υποστήριξη των σχολικών μονάδων λειτουργεί αντιπαραγωγικά στον εκσυγχρονισμό, την αποκέντρωση και την εναρμόνιση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά.
Χωρίς μόνιμο επιστημονικό προσωπικό, με συνεχή απαξίωση των συνθηκών εργασίας στις υφιστάμενες υπηρεσίες ψυχικής υγείας και συμβουλευτικής των μαθητών, το Υπουργείο με την επίφαση της προοδευτικής, αριστερής, κοινωνικά ευαίσθητης μεταρρύθμισης, προχωρά στην κατάργηση και συγχώνευση δομών και υπηρεσιών’’.
«Η κυβέρνηση επιχειρεί να βάλει στο μπλέντερ όλους τους θεσμούς 40 χρόνων, γυρνώντας την ειδική αγωγή δεκαετίες πίσω, στην πιο ρουσφετολογική και κομματικής της εκδοχή, αφού, με την επίφαση δήθεν θεσμικών μεταρρυθμίσεων, το μόνο που επιδιώκει είναι η εκδίκηση θεσμικών προσώπων και η ικανοποίηση του κομματικού της κοινού. Σε αντιδιαστολή με το εκσυγχρονιστικό αίτημα της εποχής για περισσότερη ευελιξία, αποκέντρωση και εξειδίκευση, αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά η σαφής προτίμηση της κυβέρνησης σε αναχρονιστικά συγκεντρωτικά οργανωτικά μοντέλα της δεκαετίας του ’80’’.