Του Κώστα Γκιάστα
Έφυγαν από τον ευρωπαϊκό νότο και βρέθηκαν στον βορρά. Άφησαν τον ήλιο και αντίκρισαν μόνο σύννεφα. Επισκέφτηκαν μουσεία, φιλοξενήθηκαν σε σπίτια, δοκίμασαν νέες γεύσεις. Φόρεσαν ειδικές στολές και μπήκαν στη Βόρεια Θάλασσα για να ψαρέψουν με δίχτυα και αυτό που εν τέλει «αλίευσαν» είναι ένα μάτσο εμπειρίες που θα τους ακολουθούν για όλη τους τη ζωή.
Πέντε δεκαπεντάχρονοι Λαρισαίοι, μαθητές και μαθήτριες της Γ’ τάξης του 6ου Γυμνασίου ταξίδεψαν στην Οστάνδη του Βελγίου, παίρνοντας μέρος στο πρόγραμμα ανταλλαγής μαθητών «Erasmus+» που μεταξύ άλλων στοχεύει στη βελτίωση των δεξιοτήτων και της απασχολησιμότητας, καθώς και στον εκσυγχρονισμό των συστημάτων εκπαίδευσης, κατάρτισης και νεολαίας. Με πολύ νωπές τις εμπειρίες, δέχθηκαν να μας μιλήσουν για όσα έζησαν.
Ρωτάμε τον Δημήτρη Θεοδώρου τι τον εντυπωσίασε περισσότερο και λέει: «Η δομή των πόλεων και η οργάνωση που έχουν. Η καθαριότητα καθώς φάνηκε πως νοιάζονται για το μέρος που ζούνε. Τηρούν τους κανόνες οι πολίτες. Ζώνες ασφαλείας, διαβάσεις κ.ά.. Ζήλεψα την οργάνωσή τους».
Η Άννα Νιανιά στάθηκε στις απόψεις που αντάλλαξε για το εκπαιδευτικό σύστημα «Είδαμε μεγάλες διαφορές. Τα παιδιά επιλέγουν κατεύθυνση σε πιο μικρή ηλικία. Αυτό είναι καλύτερο από το δικό μας σύστημα. Δεν έχουν διάβασμα στο σπίτι και έχουν το απόγευμα για δραστηριότητες. Μάλλον στο σχολείο γίνεται πιο ουσιαστική δουλειά. Υπάρχουν σχολεία με βάση τη θρησκεία και εκεί το σύστημα ίσως να δίνει περισσότερες ευκαιρίες σε παιδιά με μικρότερες δυνατότητες».
Δίπλα της η Βικτωρία Ευθυμιοπούλου, από την οποία ζητήσαμε να μας πει κοινά στοιχεία «Ένα κοινό στοιχείο είναι πως όλοι εκμεταλλευόμαστε την τεχνολογία για την επικοινωνία. Η διαφορά μας είναι στο πρόγραμμα. Το δικό τους είναι πιο πιεστικό από το δικό μας. Δεν έχουν τόσο προσωπικό χρόνο. Γυρνάνε από το σχολείο αργά το απόγευμα. Πηγαίνουν νωρίς για ύπνο. Δεν έχουν δυνατότητες για βόλτες. Εκεί ίσως είναι λίγο πιο επικίνδυνα τα πράγματα αλλά οι επαγγελματικές ευκαιρίες που υπάρχουν είναι σαφώς περισσότερες».
Ο Φώτης Μπουρουτζίκας πάντως μας το ξεκαθαρίζει εξ αρχής: «Όχι δεν θα πήγαινα να μείνω εκεί» και το εξηγεί «Οι καιρικές συνθήκες δεν συνηθίζονται εύκολα. Τα παιδιά δεν βγαίνουν τόσο πολύ όσο εμείς και πέφτουν νωρίς για ύπνο ακόμα και τα Σαββατοκύριακα. Τα παιδιά δουλεύουν για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες τους. Ίσως να είναι αβαντάζ για τη συνέχεια αλλά παιδί είσαι μια φορά μόνο».
Ζητάμε από τον Βαλεντίνο Γκιούρη να μας περιγράψει μια ημέρα και λέει «Ξυπνάνε από τις 6 το πρωί για να φάνε ένα μεγάλο πρωινό. Εμείς δεν το συνηθίζουμε αυτό. Ξεκινάνε για σχολείο και δουλειά και σχολάνε αργά. Μετά στο σπίτι, για μια ώρα ασχολούνται με τον υπολογιστή για να χαλαρώσουν. Βραδινό στις 7 και πάνε για ύπνο περίπου 9-10». Μακριά από τα δικά μας...
Ο ένας δεν θα ξεχάσει τις Βρυξέλλες, άλλος την Μπριζ, το ψάρεμα γαρίδων και τις ατελείωτες συζητήσεις με τους συνομηλίκους τους. Πιο δίπλα ο γυμνασιάρχης κ. Δημήτρης Ιωαννίδης και οι καθηγήτριες κ. Σταματία Σιμογιάννη και Ζωή Γάλλου που τους συνόδευσαν.
Μας εξηγούν πώς παρουσίασαν την εργασία τους για την παρουσίαση χορών σε τοπικό, εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Αναφέρονται στην παρακολούθηση μαθημάτων στο βελγικό σχολείο με το όνομα Ατενάουμ, για την ακριβή (με βάση τα ελληνικά δεδομένα) ζωή, την υψομετρική διαφορά των Κάτω Χωρών μα έλα που τα παιδιά έχουν αλλού το μυαλό τους. Πού; Μα στον ερχομό των παιδιών από την Οστάνδη σε λίγο διάστημα... Άλλωστε αυτό είναι και το πνεύμα του προγράμματος. Η ανταλλαγή φιλοξενίας και εμπειριών. «Θα τους γεμίσουμε Ελλάδα» βάζουν ως στόχο.