αυτό που κάνει η κυβέρνηση, δηλαδή έναν αθλητισμό χωρίς φιλάθλους. Άλλωστε και οι λεγόμενοι “οπαδικοί στρατοί”, επίσημοι ή ανεπίσημοι, καμία σχέση δεν έχουν με τον αθλητισμό, τον οποίο χρησιμοποιούν ως προκάλυμμα για άλλου είδους επιδιώξεις και δραστηριότητες. Γι’ αυτό τον λόγο ακόμη και ο όρος “οπαδική βία” είναι παραπλανητικός, γιατί ουσιαστικά αφήνει στο απυρόβλητο την επιχειρηματική δράση στον χώρο του αθλητισμού, τα παζάρια και τους ανταγωνισμούς των μεγαλοεπιχειρηματιών, από όπου απορρέουν και τα φαινόμενα βίας που θέτουν σε κίνδυνο ακόμη και τις ανθρώπινες ζωές.
Καμία κυβέρνηση δεν τολμά και δεν θέλει να κόψει το νήμα που συνδέει τα επιχειρηματικά συμφέροντα με τον αθλητισμό, με τους «οπαδικούς στρατούς», ακόμη και με τον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό που κατά τ’ άλλα θα έπρεπε να προστατεύει τους αθλητικούς χώρους. Αντίθετα όλες οι κυβερνήσεις στηρίζουν τη σαπίλα του «αθλητισμού – εμπόρευμα» και της “ομάδας - επιχείρηση” με διάφορους τρόπους.
Γι’ αυτό τον λόγο εδώ και χρόνια ανακυκλώνονται τα ίδια ακριβώς μέτρα “αυστηροποίησης”, τα ιδιώνυμα αδικήματα, οι πρακτικές συλλογικής ευθύνης, χωρίς κανένα απολύτως αποτέλεσμα, αφού δεν θίγεται ο πυρήνας του προβλήματος. Το μόνο που αλλάζει κάθε φορά είναι το “μενού” και η διάρκεια των μέτρων.
Το ίδιο θα συμβεί και τώρα, το πολύ-πολύ η βία να “μετακομίσει” λίγα μέτρα έξω από τα γήπεδα ή σε άλλα αθλήματα πλην ποδοσφαίρου, όπως άλλωστε βλέπουμε να συμβαίνει. Όλοι πλέον καταλαβαίνουν και εξοργίζονται με την υποκρισία και την εντυπωσιοθηρία τέτοιων κυβερνητικών μέτρων. Το κρίσιμο ζήτημα είναι να γίνει αντιληπτή και η αιτία του προβλήματος.
Είναι καιρός ο λαός, η νεολαία, οι φίλαθλοι, οι οπαδοί των ομάδων που δεν έχουν καμία σχέση με αυτά τα φαινόμενα σήψης, να δουν ότι το ποδόσφαιρο και συνολικά ο αθλητισμός μπορεί να υπάρχει και να αναπτύσσεται προς όφελος τους χωρίς την επιχειρηματική δράση και τα παράγωγά της.