Ο τελευταίος δεν αγωνίστηκε (λόγω, ότι δεν ήρθε το δελτίο του) σε αντίθεση με τους άλλους τέσσερις που είχαν μεγάλη συμμετοχή στην πρώτη άνοδο της ομάδας στην Α εθνική κατηγορία. Οι τρεις πρώτοι ήταν πιο δεμένοι μεταξύ τους, αφού είχαν κοινό τόπο γέννησης το Μπουένος Άιρες, ενώ ο Καβόλι το Ροζάριο Σάντα Φε. Τους απέκτησε ο αείμνηστος Αντώνης Καντώνιας αλλά στη συνέχεια την προεδρία ανέλαβε ο Μιχάλη Κίττας. Ο Χίλ ήρθε τον Δεκέμβριο αφού επικοινώνησε με τον Μοράλες. Πρώτος του προπονητής ήταν ο Καραμφίλοβιτς. Ο λόγος της παραίτησης του Αντώνη Καντώνια ήταν η μετεγκατάσταση της ΒΙΟΚΑΡΠΕΤ της οποίας ήταν μέτοχος και αξίζει να σημειωθεί ότι πλήρωσε το μεγαλύτερο ποσοστό των αμοιβών των Αργεντίνων παικτών αλλά και βοηθούσε στη συνέχεια οικονομικά την ομάδα.
Η αμοιβή του Οράσιο Μοράλες που αγωνιζόταν στόπερ ήταν 166.000 δραχμές ετησίως και όταν πήρε την άνοδο η ομάδα πήρε άλλες 100.000 δραχμές. Το μεγαλύτερο συμβόλαιο τότε είχε ο Ντάους με 209.000 δραχμές και ακολουθούσε ο Καβόλι με 204.000 δραχμές. Κατά γενική ομολογία ο Ντάους ήταν ο καλύτερος όλων, αλλά χάθηκε στα νερά του Αγιοκάμπου. Από τους Έλληνες ο Χαριτίδης έπαιρνε 150.000 δραχμές και ο Δημήτρης Σειταρίδης 148.000 δραχμές. Σχεδόν απόλυτη ισορροπία αμοιβών.
Πρώτη ομάδα του Μοράλες ήταν η Ουνιόν ντε Σάντα Φε και αξέχαστο ματς στην Αργεντινή το παιχνίδι Ουνιόν - Νιους Ολ Βόις 1-0 που κρίθηκε με δικό του γκολ.
Μένει σε σπίτι επί της οδού Αθανασίου Διάκου 5 αρχικά μόνος του και μετά φέρνει τη γυναίκα του Μαρία Χοσεφίνα …με την οποία έκανε πολιτικό γάμο και γέννησε δύο παιδιά (τον Δημήτρη και τη Νατάσσα), ενώ την πρώτη χρονιά 1972-73, όπου η ομάδα πέτυχε την πρώτη άνοδο μετά από εννιά χρόνια προσπαθειών, έπαιξε 13 παιχνίδια και δήλωσε μετά την κατάκτηση της ανόδου τότε ότι: «Δεν ανησύχησα καμιά φορά. Ήμουν βέβαιος ότι θα κερδίσουμε τον τίτλο του πρωταθλητού. Αισθάνομαι ιδιαιτέρως ευτυχής, που τώρα η Λάρισα ανήκει στην Α’ Εθνική».
Του Σωτ. Κέλλα