Στο πλαίσιο της αναζήτησης καινοτόμων καλλιεργειών παρατηρείται το τελευταίο διάστημα αυξημένο ενδιαφέρον για τα φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά. Στη χώρα μας, λόγω των εναλλαγών στο κλίμα και της ποικιλομορφίας του εδάφους της, αυτοφύονται πάνω από 6.000 είδη φυτών, από τα οποία ένα σημαντικό μέρος καταλαμβάνουν τα φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά. Ποια όμως από αυτά μπορούν να αναπτυχθούν σε ημιορεινές ή πεδινές περιοχές και να αποτελέσουν επιχειρηματικές καλλιέργειες; Ποια είδη όταν καλλιεργηθούν πληρούν τις διεθνείς προδιαγραφές, όσον αφορά στην περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο και στις αναλογίες των δραστικών ουσιών, ώστε να είναι εμπορεύσιμα; Κατά τις μακροχρόνιες έρευνες του Εργαστηρίου των Αρωματικών και Φαρμακευτικών φυτών του ΤΕΙ Λάρισας και σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Pflanzenbau und – züchtung του Πανεπιστημίου Justus – Liebig του Γκίσεν Γερμανίας αναλύθηκαν εκτενώς οι δυνατότητες διερεύνησης των φυτών: ρίγανης, μαντζουράνας, σάλβιας, μελισσόχορτου, βασιλικού, μέντας, λεβάντας, μάραθου, κορίανδρου, κύμινου, χαμομηλιού, αχιλλέας και αγριαψινθιάς.
Στα αποτελέσματα των ερευνών που αφορούν ειδικότερα στη ρίγανη και στη σάλβια αναφέρθηκε, μιλώντας στην «Ε» η Ελένη Βογιατζή-Καμβούκου, γεωπόνος, διδάκτορας Γεωπονικών, Διατροφικών Επιστημών και Διαχείρισης Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Justus-Liebig του Giessen Γερμανίας. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι το πολλαπλασιαστικό υλικό και των δύο αυτών φυτών προήλθε από αυτοφυή φυτά ρίγανης και σάλβιας του Ν. Λάρισας.
Σύμφωνα με την κ. Βογιατζή «προκειμένου να ασχοληθεί κάποιος επιχειρηματικά με την καλλιέργεια των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών θα πρέπει να επιλέξει την αγορά στην οποία θα κατευθύνει το προϊόν του (π.χ. βιομηχανία τροφίμων, αρωματοποιία κ.λπ.) ώστε να καλλιεργήσει το κατάλληλο είδος και να εξασφαλίζει σταθερή ποιότητα σύμφωνα με τις διεθνείς προδιαγραφές».
ΡΙΓΑΝΗ
Στην Ελλάδα η ρίγανη χρησιμοποιείται είτε ως ξηρή δρόγη (άρτυμα –καρύκευμα) είτε για το αιθέριο έλαιό της το οποίο βρίσκει εφαρμογή στη φαρμακευτική, αρωματοποιία και τη βιομηχανία τροφίμων.
Τα φυτά που ανήκουν στο γένος Οriganum δεν ανήκουν μόνο σε ένα είδος αλλά σε περισσότερα και μάλιστα σε διάφορα υποείδη. Μέσα δε στο ίδιο υποείδος σχηματίζουν πληθυσμούς με διαφοροποιημένα μορφολογικά χαρακτηριστικά. Όλα αυτά έχουν την ίδια χαρακτηριστική οσμή «της ρίγανης» γεγονός το οποίο μας επιτρέπει να τα ονομάζουμε όλα με το ίδιο κοινό όνομα. Τα είδη της ελληνικής ρίγανης που συναντάμε είναι: Origanum vulgare ssp.hirtum το οποίο είναι το περισσότερο διαδεδομένο στην ηπειρωτική Ελλάδα και Origanum onites που εκτός από την Ελλάδα είναι περισσότερο διαδεδομένο στα νησιά του Αιγαίου και στη Μικρά Ασία. Τα υποείδη viridulum και vulgare εντοπίζονται βορειότερα κοντά στα σύνορα με Αλβανία, Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία, και Ευρωπαϊκή Τουρκία.
Στο πλαίσιο της ερευνητικής εργασίας στο ΤΕΙ Λάρισας διερευνήθηκαν τρεις πληθυσμοί ρίγανης οι οποίοι αυτοφύονται στον Όλυμπο και συγκεκριμένα στις περιοχές Ιτέα, Ραψάνη και ορεινή Λεπτοκαρυά. Και οι τρεις πληθυσμοί ανήκουν στο γένος Origanum vulgare και πιστοποιήθηκαν στο Πανεπιστήμιο Justus – Liebig του Γκίσεν Γερμανίας. Ειδικότερα μελετήθηκε η περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο, η σύσταση του αιθέριου ελαίου και η απόδοση σε χλωρή και ξηρή δρόγη. Ο σκοπός της έρευνας ήταν η μελέτη του πληθυσμού της ρίγανης που μπορεί να αξιοποιηθεί ως εναλλακτική μορφή καλλιέργειας. Οι πληθυσμοί αυτοί καλλιεργήθηκαν στις πειραματικές εγκαταστάσεις του ΤΕΙ Λάρισας, ώστε να μελετηθεί η σχέση πληθυσμού/αιθερίου ελαίου και οι αναλύσεις έγιναν στο εργαστήριο Αρωματικών- Φαρμακευτικών φυτών.
Από τα αποτελέσματα προέκυψε ότι η απόδοση σε χλωρή δρόγη ανήλθε στα 250 Kg/στρ. για τον πληθυσμό της Ιτέας, 775 Kg/στρ για τη Λεπτοκαρυά και 2250 Kg/στρ για τη Ραψάνη. Ο αποδοτικότερος πληθυσμός ήταν της Ραψάνης αλλά χαρακτηρίζεται από μεγάλη αναλογία χλωρής/ξηρής δρόγης (11:1) ενώ στους άλλους πληθυσμούς η αναλογία κυμαίνεται στο 3:1.
Επίσης η περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο και για τους τρεις πληθυσμούς πληροί τις διεθνείς προδιαγραφές και είναι μεγαλύτερη του 5%. Ειδικότερα η απόδοση σε αιθέριο έλαιο ανέρχεται για τον πληθυσμό της Ραψάνης στα 17,22 Lt/στρ. για τον πληθυσμό της Λεπτοκαρυάς στα 16,35 Lt/στρ και για τον πληθυσμό της Ιτέας στα 5,08 Lt/στρ. Διαπιστώθηκε επίσης διαφοροποίηση ως προς την αναλογία των κύριων δραστικών ουσιών του αιθερίου ελαίου, γεγονός που θα μπορούσε να κατευθύνει τη διάθεση του προϊόντος. Στον πληθυσμό της Ραψάνης παρατηρείται μεγάλη περιεκτικότητα σε καρβακρόλη 66,3% ενώ στους πληθυσμούς της Λεπτοκαρυάς και της Ιτέας παρατηρείται εκτός από την αυξημένη καρβακρόλη και υψηλή αναλογία σε θυμόλη (50,2% και 43,4% αντίστοιχα). Ακόμη σημειώνουμε ότι σε συνεργασία με τα εργαστήρια Ζιζανιολογίας και Φυτοπαθολογίας του τμήματος Φυτικής Παραγωγής του ΤΕΙ διαπιστώθηκε πως η αλληλοπαθητική δράση των συστατικών της ρίγανης μπορεί να αξιοποιηθεί στην καλλιέργεια τόσο για την καταπολέμηση ζιζανίων όσο και για την αντιμετώπιση των παθογόνων Pythium spp., Verticillium dahliae, Fusarium oxysporum και Sclerotinia sclerotiorum.
ΣΑΛΒΙΑ
Με την κοινή ονομασία φασκόμηλο περιλαμβάνονται όλα τη είδη σάλβιας. Θα πρέπει όμως να τονιστεί ότι μεταξύ των ειδών υπάρχουν μορφολογικές διαφορές αλλά κυρίως καθοριστικές διαφορές ως προς την περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο και ως προς την αναλογία των κύριων δραστικών ουσιών (θυγιόνης, κινεόλης, καμφορά). Στις πειραματικές εγκαταστάσεις του εργαστήριου Αρωματικών και Φαρμακευτικών φυτών του ΤΕΙ Λάρισας καλλιεργήθηκαν δύο είδη: η σάλβια η φαρμακευτική (Salvia officinalis) και η σάλβια η τρίλοβη (Salvia triloba). Συγχρόνως υπήρξε συνεργασία με παραγωγό από τον Τύρναβο, ο οποίος καλλιεργούσε τα δύο αυτά είδη.
Από τα πειραματικά αποτελέσματα προέκυψε ότι κατά το δεύτερο καλλιεργητικό έτος έχουμε δύο συλλογές και για τα δύο είδη. Για τις συνθήκες της περιοχής μας η καλύτερη εποχή συλλογής είναι κατά την πλήρη άνθηση (Ιούνιο), οπότε οι σπόροι στο μέσον της ταξιανθίας έχουν πάρει χρώμα καφέ και έχουμε την μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο. Η δεύτερη συλλογή γίνεται τέλος Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου αλλά υπολείπεται ποιοτικά και ποσοτικά της πρώτης. Η απόδοση για μεν τη Σάλβια τη φαρμακευτική ανήλθαν στα 1000 kg /στρ σε χλωρή δρόγη και στα 300 kg/στρ.σε ξηρή δρόγη και για τη τρίλοβη στα 1500 kg /στρ και 500 kg /στρ αντίστοιχα (αναλογία χλωρής/ξηρή δρόγη 3:1). Η περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο και για τα δύο είδη πληροί τις διεθνείς προδιαγραφές ώστε αυτό να είναι εμπορεύσιμο (πάνω από 1% για τη S. officinalis και πάνω από 2% για τη S.triloba). Το σημαντικό όμως που προέκυψε από την ανάλυση του αιθερίου ελαίου των δύο ειδών ήταν ότι το αιθέριο έλαιο της σάλβιας της φαρμακευτικής περιείχε 45% θυγιόνη και 35% καμφορά ενώ της σάλβιας της τρίλοβης 5% θυγιόνη και 45% κινεόλη. Με βάση τις των δραστικές ουσίες καθορίζουμε και τη χρήση των δύο ειδών. Επίσης σε συνεργασία με το τμήμα Τεχνολογίας Τροφίμων του ΤΕΙ/Λάρισας διαπιστώθηκε η ανασταλτική δράση του αιθερίου ελαίου ειδικά της σάλβιας της φαρμακευτικής στους τροφοπαθογόνους μικροοργανισμούς: Staphylococcus aureus, Listeria monocytogenes και Escherichia coli.