Του Αποστόλη Ζώη
Η γεωργία ακριβείας μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο «εργαλείο» για αποδοτικότερες αρδεύσεις και μειώσεις των εισροών στην καλλιέργεια βάμβακος στην περιοχή, που θα επιφέρουν οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη. Αυτό είναι ένα από τα βασικά συμπεράσματα της δράσης «καλλιέργεια βάμβακος με τις αρχές τις Γεωργίας Ακριβείας στη Λεκάνη Απορροής του Πηνειού», στο πλαίσιο ευρωπαϊκού προγράμματος.
Συγκεκριμένα, το Ινστιτούτο Χαρτογράφησης και Ταξινόμησης Εδαφών Λάρισας του ΕΘΙΑΓΕ, συμμετείχε σε ένα νέο ερευνητικό πρόγραμμα που είχε ως βασικό στόχο την αντιμετώπιση του φαινομένου της ερημοποίησης μέσω της καλύτερης διαχείρισης του αρδευτικού νερού στην ευρύτερη περιοχή της λεκάνης απορροής του Πηνειού Ποταμού.
Η γεωργία ακριβείας, όπως εξηγεί στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Δρ. Χρίστος Τσαντήλας, τακτικός ερευνητής στο Ινστιτούτο Χαρτογράφησης και Ταξινόμησης Εδαφών Λάρισας, αποτελεί ένα σύστημα παραγωγής αγροτικών προϊόντων που στηρίζεται στη διαφοροποίηση των εισροών στον αγρό, σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες της καλλιέργειας τόσο στον χώρο όσο και στον χρόνο.
Βασικός στόχος του πειραματισμού ήταν η αποτελεσματικότερη άρδευση, λίπανση και φυτοπροστασία της καλλιέργειας βάμβακος, με μείωση των εισροών και ταυτόχρονη εξασφάλιση οικονομικών και περιβαλλοντικών ωφελειών.
ΤΡΕΙΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΑΓΡΟΙ
Κατά τον πειραματισμό επιλέχτηκαν, με τη βοήθεια δορυφορικών εικόνων υψηλής ευκρίνειας, τρεις αγροί με σημαντική χωρική διαφοροποίηση ως προς την περιεκτικότητά τους σε οργανική ουσία που βρίσκονται στις περιοχές Γεντίκι, Ομορφοχώρι και Γυρτώνη του νομού Λάρισας. Σε κάθε πειραματικό αγρό οριοθετήθηκε περιοχή 10 στρεμμάτων, στην οποία εφαρμόστηκε σύστημα διαχείρισης σύμφωνα με τις αρχές της γεωργίας ακριβείας, ενώ στο υπόλοιπο τμήμα εφαρμόστηκε η συμβατική μέθοδος των παραγωγών.
Στην πιλοτική περιοχή διαχωρίστηκαν διαφορετικές ζώνες διαχείρισης ανάλογα με τη χωρική παραλλακτικότητα της οργανικής ουσίας του εδάφους, στις οποίες εγκαταστάθηκαν τρία διαφορετικά είδη αισθητήρων για την παρακολούθηση των αναγκών της καλλιέργειας για άρδευση. Δηλαδή, σύστημα αισθητήρων υπέρυθρης ακτινοβολίας για την καταγραφή της θερμοκρασίας του φυλλώματος της καλλιέργειας, το οποίο έδινε πληροφορίες για τον χρόνο έναρξης της άρδευσης, όταν η θερμοκρασία του φυλλώματος προσέγγιζε τη θερμοκρασία της ατμόσφαιρας. Επίσης, αισθητήρες καταγραφής της υγρασίας του εδάφους, που κατέγραφαν την πορεία μείωσης της υγρασίας στην περιοχή του ριζοστρώματος και συσκευή καταγραφής των απωλειών νερού μέσω της εξατμισοδιαπνοής που προσδιόριζε την απαιτούμενη ποσότητα του αρδευτικού νερού.
Η άρδευση σε κάθε ζώνη διαχείρισης πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις ενδείξεις των αισθητήρων, ενώ στο τέλος της καλλιεργητικής περιόδου πραγματοποιήθηκε η συγκομιδή του βάμβακος με τη χρήση μετρητή απόδοσης (yield monitor) και δημιουργήθηκε ο χάρτης απόδοσης κάθε αγρού προκειμένου να αξιολογηθεί η απόδοση κάθε ζώνης διαχείρισης σε σύγκριση με τον μάρτυρα. Τα αποτελέσματα του πειραματισμού έδειξαν σημαντικές μειώσεις στην κατανάλωση αρδευτικού νερού της τάξης του 25% που έφτασε μέχρι και 35% σε συγκεκριμένες ζώνες. Η απόδοση αυξήθηκε σημαντικά όπως και η αποτελεσματικότητα χρήσης αρδευτικού νερού περί το 25%.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Σύμφωνα με τον κ. Τσαντήλα, υπάρχουν σημαντικά περιθώρια μείωσης της κατανάλωσης αρδευτικού νερού στην καλλιέργεια βάμβακος στη περιοχή της λεκάνης απορροής του Πηνειού, χωρίς να μειώνεται η απόδοση της καλλιέργειας. Η παρακολούθηση της εδαφικής υγρασίας και της εξατμισοδιαπνοής μπορούν να αποτελέσουν πολύ χρήσιμα εργαλεία με μικρό κόστος για την απόφαση του χρόνου έναρξης της άρδευσης και της ποσότητας αρδευτικού νερού.
Η κοστολόγηση των νέων αυτών τεχνολογιών, προσθέτει, δεν είναι δυνατή με τα σημερινά ερευνητικά δεδομένα στη χώρα μας. Επισημαίνεται, όμως, ότι το κόστος εφαρμογής ορισμένων από αυτές (π.χ. συσκευές μέτρησης της εξατμισοδιαπνοής, αισθητήρες υγρασίας εδάφους) θα είναι συμβατό με την ελληνική γεωργία.
Θα πρέπει να προχωρήσει, σύμφωνα με τον ίδιο, μια καταγραφή των συλλογικών αρδευτικών δικτύων στη Θεσσαλία και διερεύνηση της αποδοτικότητας διανομής του αρδευτικού νερού.
Σύμφωνα με τον ερευνητή, ο αγροτικός τομέας παραμένει παγκοσμίως ο κυριότερος καταναλωτής υδατικών πόρων με ανάγκες που κυμαίνονται περί το 70% των συνολικών αναγκών. Στη Θεσσαλία, όπου παρατηρείται αλματώδης αύξηση των αρδευόμενων καλλιεργειών, εκτιμάται ότι το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται σε 95%.Η αυξημένη αυτή ζήτηση, σε συνδυασμό με τα διαρκώς εντονότερα φαινόμενα λειψυδρίας, οδηγούν τους καλλιεργητές σε υιοθέτηση πρακτικών ελλειμματικής άρδευσης και συνεπακόλουθα σε μικρότερους όγκους αγροτικής παραγωγής. Συνεπώς, η διερεύνηση της αποδοτικότητας των συλλογικών δικτύων μεταφοράς αρδευτικού νερού αποκτά καίρια σημασία για την εξοικονόμηση υδατικών πόρων, πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που κάτι τέτοιο δεν έχει διερευνηθεί συστηματικά στον ελληνικό χώρο.
Το πρόγραμμα: Το ερευνητικό πρόγραμμα i-adapt «Καινοτόμες προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση της ερημοποίησης στον Πηνειό: Πιλοτική παρουσίαση τεχνολογιών» (innovative approaches to halt desertification in Pinios: Piloting emerging technologies) εγκρίθηκε στο πλαίσιο της πρόσκλησης της Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Halting Desertification in Europe» και αποσκοπούσε στο να παρουσιάσει ένα συγκεκριμένο και λειτουργικό σχέδιο για την καταπολέμηση της Ερημοποίησης στη λεκάνη απορροής του Πηνειού ποταμού, με τη χρήση των νέων τεχνολογιών που θα παρουσιασθούν πιλοτικά στην περιοχή και σχετίζονται κυρίως με τη διαχείριση των υδατικών πόρων που χρησιμοποιεί η γεωργία. Αλλά και να ποσοτικοποιείσει τις αναμενόμενες επιπτώσεις του προτεινόμενου σχεδίου στη λεκάνη απορροής του Πηνειού ποταμού.
Φορέας υλοποίησης του προγράμματος ήταν το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.