Αυτό προκάλεσε έντονο προβληματισμό και ανησυχία σε όσους κατανοούν τις συνέπειες της μη λήψης μέτρων για τον μετριασμό και την προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή (Κ.Α.). Στο άρθρο αυτό συνοψίζονται οι βασικές συνέπειες της απόφασης αυτής και η αντίδραση των σημαντικότερων οργανισμών, όπως παρουσιάστηκαν από τα μεγαλύτερα μέσα επικοινωνίας σε ολόκληρο τον κόσμο, που αντικατοπτρίζουν και τις απόψεις των κυρίαρχων κέντρων.
ΤΙ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΙΣΙΟΥ
Η Συμφωνία του Παρισιού έχει ως κεντρικό στόχο τη συγκράτηση της αύξησης θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας μέχρι το έτος 2100 στους 1,5οC, σε σύγκριση με την προβιομηχανική περίοδο, με τη λήψη μέτρων που δυστυχώς δεν ορίστηκαν, αλλά αφέθηκαν στην κάθε χώρα χωριστά να τα προσδιορίσει. Σημειώνεται ότι στο 2024 είχε ήδη ξεπεραστεί αυτό το κατώφλι σε πολλές περιοχές του πλανήτη και εάν αυτό συνεχίσει να επαναλαμβάνεται για πολλά χρόνια, οι στόχοι της Συμφωνίας κινδυνεύουν να αποτύχουν με μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στον πλανήτη.
ΠΩΣ «ΕΙΔΕ» ΤΗΝ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ
ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ Ο ΔΙΕΘΝΗΣ ΤΥΠΟΣ
Ο Guardian επισημαίνει το γεγονός ότι η Αμερική μαζί με το Ιράν, τη Λιβύη και την Υεμένη είναι οι τέσσερις μόνο χώρες του πλανήτη που δε συμμετέχουν στη Συμφωνία του Παρισιού. Οι New York Times, τελείως ουδέτερα, σημείωσαν απλά ότι η αποχώρηση από τη Συμφωνία μπορεί να γίνει σε ένα έτος από σήμερα. Το Associated Press ανέφερε ότι η απόσυρση από τη Συμφωνία έγινε, διότι, σύμφωνα με τον Trump, οι στόχοι της δεν αντικατοπτρίζουν τις αξίες της Αμερικής, επισημαίνοντας, όμως, ότι σε πρόσφατη δημοσκόπηση οι μισοί περίπου Αμερικανοί δε συμφωνούν με την απόφασή του, ούτε καν όλοι οι Ρεμπουπλικανοί. Οι Financial Times, επίσης, σχεδόν αδιάφορα επισημαίνουν ότι η Αμερική είναι η μόνη χώρα μέχρι σήμερα που έχει αποχωρήσει από τη Συμφωνία του Παρισιού. Το Reuters τόνισε ότι η Αμερική με την αποχώρησή της από τη Συμφωνία υπονομεύει την παγκόσμια προσπάθεια να μειωθούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (ΑτΘ). Τέλος, το Bloomberg με επικριτική διάθεση εκφράζει την άποψη ότι ένας σκεπτικιστής για την Κ.Α. δεν μπορεί να ακυρώσει τους στόχους της Συμφωνίας, διότι υπάρχουν πολλοί παράγοντες που συμβάλλουν στην απαλλαγή από τον άνθρακα εντός και εκτός της Αμερικής, όπως οικονομικοί και η εμφάνιση νέων τεχνολογιών.
Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΟΗΕ
Ο Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός του ΟΗΕ (WMO) αντέδρασε έντονα στην απόφαση για την απόσυρση από τη Συμφωνία του Παρισιού, υπενθυμίζοντας το ρεκόρ αύξησης της θερμοκρασίας το 2024, τις 403 καιρικές και κλιματικές καταστροφές που έχουν καταγραφεί από το 1980 μέχρι σήμερα με συνολικό κόστος 2,9 τρισ. δολ., αλλά και τις πρόσφατες πυρκαγιές στο Los Angeles με υπολογιζόμενο κόστος μεγαλύτερο του 1 δισ. δολ. (αναφ. 1). Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ από το παγκόσμιο οικονομικό forum του Davos (20-24/1/25) δήλωσε χαρακτηριστικά για τη συνέχιση χρησιμοποίησης των ορυκτών καυσίμων ότι «ο εθισμός του κόσμου στα ορυκτά καύσιμα είναι ένα «τέρας του Φρανκενστάιν» που δε λυπάται τίποτα και κανέναν. Παντού γύρω μας, βλέπουμε σαφή σημάδια ότι το τέρας έχει γίνει αφέντης». Επίσης, πρόσθεσε πως: «Αυτό που βλέπουμε σήμερα -άνοδο της στάθμης της θάλασσας, καύσωνες, πλημμύρες, καταιγίδες, ξηρασίες και πυρκαγιές- είναι απλώς μια προεπισκόπηση της ταινίας τρόμου που έρχεται» και απευθυνόμενους στους ηγέτες των μεγάλων τραπεζών, που αποσύρθηκαν από τις συμφωνίες για το κλίμα, τόνισε ότι βρίσκονται «στη λάθος πλευρά της ιστορίας, στη λάθος πλευρά της επιστήμης και στη λάθος πλευρά των καταναλωτών που αναζητούν περισσότερη βιωσιμότητα».
Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ Ε.Ε.
Η Ευρώπη αρχικά φάνηκε να αιφνιδιάζεται από την απόφαση απόσυρσης των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού, αν και οι θέσεις του Trump ήταν γνωστές. Oι πρώτες αντιδράσεις εκδηλώθηκαν στο forum του Davos. Η Ευρωπαία επίτροπος Ursula von der Leyen δήλωσε ότι: «Η Συμφωνία του Παρισιού εξακολουθεί να αποτελεί την καλύτερη ελπίδα για όλη την ανθρωπότητα. Έτσι, η Ευρώπη θα παραμείνει στην πορεία και θα συνεχίσει να συνεργάζεται με όλα τα έθνη που θέλουν να προστατεύσουν τη φύση και να σταματήσουν την υπερθέρμανση του πλανήτη». Ο υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας Robert Habeck χαρακτήρισε την απόφαση ως «μοιραίο μήνυμα προς τον κόσμο» και ως «την αρχή μιας ιστορικής αποτυχίας», όπως αναφέρει το Bloomberg. Ο πρωθυπουργός του Βελγίου Alexander De Croo δήλωσε, σύμφωνα με το Associated Press, ότι «ο κόσμος είναι γεμάτος αβεβαιότητα μετά τη χθεσινή ημέρα ακόμα περισσότερο και ίσως αύριο να υπάρχει ακόμα μεγαλύτερη αβεβαιότητα. Ας φροντίσουμε, ως Ευρωπαίοι εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να μην προσθέτουμε στην αβεβαιότητα δημιουργώντας ασάφειες σχετικά με τους στόχους μας». H Κίνα επέκρινε την κίνηση του Trump, με τον εκπρόσωπό της να δηλώνει ότι «η κλιματική αλλαγή είναι μια κοινή πρόκληση που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα. Καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει έξω από αυτήν. Καμία χώρα δεν μπορεί να είναι απρόσβλητη από αυτήν». Εκείνος που αρνήθηκε να καταδικάσει την απόφαση του Trump ήταν ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Keir Starmer, όπως αναφέρει η Daily Telegraph.
ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ
Για την κατανόηση της σημασίας της απόφασης του Trump αναφέρονται τα αποτελέσματα μελέτης του Κοινού Κέντρου Ερευνών της Ε.Ε. – JRC (αναφ. 2), σύμφωνα με τα οποία: Οι ΗΠΑ είναι η δεύτερη χώρα μεταξύ των επτά χωρών που παράγουν τις μεγαλύτερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Πρώτη είναι η Κίνα με εκπομπές 15.97 GtCO2eq (ποσοστό 30.1%), ακολουθούν οι ΗΠΑ με εκπομπές 5.96 GtCO2eq (ποσοστό 11.3%) και ακολουθούν η Ινδία (7.8%), η Ε.Ε. (6.1%), η Ρωσία (5.0%) και η Βραζιλία (2.5%). Παρ’ όλα αυτά, οι ΗΠΑ βρίσκονταν σε καλή πορεία σε ό,τι αφορά τη μείωση των εκπομπών ΑτΘ. Το 2023 οι ΗΠΑ ήταν η τέταρτη χώρα στον κόσμο με το μεγαλύτερο ρυθμό μείωσης των εκπομπών (μείωση 3.9% των εκπομπών), ακολουθώντας τη Γερμανία, που ήταν η πρώτη (μείωση 10.%), την Ε.Ε. συνολικά (μείωση 8%) και την Ιαπωνία (μείωση 7.8%). Η απόσυρση, επομένως, από τη Συμφωνία του Παρισιού φαίνεται να έχει σαφή αρνητικά αποτελέσματα στην προσπάθεια μείωσης των εκπομπών ΑτΘ.
Μία άλλη επίπτωση είναι η ενδεχόμενη επίδραση της απόσυρσης της Αμερικής στις άλλες χώρες που συμμετέχουν στη Συμφωνία του Παρισιού, κάτι που μέχρι στιγμής τουλάχιστο δεν έχει αρχίσει να φαίνεται. Το 2017, κατά τη διάρκεια της πρώτης κυβέρνησής του, η απόπειρα του προέδρου Trump να αποχωρήσει απέτυχε στην πράξη, διότι η Συμφωνία του Παρισιού απαιτούσε η απόσυρση να τεθεί σε ισχύ τέσσερα χρόνια από την επίκληση του μηχανισμού απόσυρσης. Αυτό, βέβαια, δεν ισχύει στην τωρινή περίπτωση, στην οποία η απόσυρση επιτρέπεται να τεθεί σε ισχύ εντός ενός έτους από την επίκλησή της. Υπενθυμίζεται, όμως, ότι και στην προηγούμενη θητεία του Trump κυβερνήσεις των Πολιτειών των ΗΠΑ που έδωσαν έμφαση στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και την προσαρμογή, όπως η Καλιφόρνια κ.ά., συνέχισαν να εφαρμόζουν ρυθμιστικά προγράμματα για τη μείωση των εκπομπών ΑτΘ.
Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Όπως προκύπτει από τα δημοσιεύματα των μεγάλων αθηναϊκών εφημερίδων και των ειδήσεων των καναλιών εθνικής εμβέλειας, οι πολιτικές δυνάμεις που συγγενεύουν ιδεολογικά με τις ιδέες του Trump, προσπαθούν να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση ή διαγκωνίζονται να δείξουν ποιος είναι πιο κοντά στις απόψεις του νέου Προέδρου των ΗΠΑ. Οι πολιτικές δυνάμεις που διαφωνούν με την πολιτική Trump, με σαφή αμηχανία, διατυπώνουν γενικά την αντίθεσή τους, χωρίς να αποσαφηνίζουν τι πρέπει να γίνει στη νέα πολιτική κατάσταση. Από τα κυριότερα θέματα που προβλήθηκαν από τα εθνικής εμβέλειας ΜΜΕ ήταν αυτά της wokeagenda, εστιάζοντας στην κατηγορηματική «διαπίστωση» του Trump ότι «τα φύλα είναι δύο»! (αγνοώντας, βέβαια, ότι στη φύση υπάρχουν και ερμαφρόδιτοι οργανισμοί-για τον άνθρωπο ο καταλληλότερος όρος είναι intersex). Πολύ μικρή συζήτηση, κυρίως από μικρότερα ΜΜΕ, γίνεται για τις επιπτώσεις στο πραγματικό πρόβλημα της ανάγκης μείωσης των ΑτΘ. Και πάλι φαίνεται καθαρά ότι η διάσωση του πλανήτη δεν μπορεί να αφήνεται στους ανταγωνισμούς των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων, αλλά στη συνειδητοποίηση της κοινωνίας ότι αυτή πρέπει να βρει τρόπους να αντιδράσει αποτελεσματικά.
Αναφορές: 1. https://news.un.org/en/. 2. Crippa et al. 2024. GHG Emissions of all world countries. Publications Office of the EU, Luxembourg, https://data.europa.eu/doi/10.2760/4002897, JRC138862.