Είναι απολύτως βέβαιο πως φαινόμενα σαν αυτά -άγνωστο πότε και άγνωστο με ποια ένταση- θα επαναληφθούν και πως πλέον η ασφάλειά μας απειλείται σε μόνιμη βάση.
Πολλοί ρωτούν: «Μα εμείς τι μπορούμε να κάνουμε;». Στο ερώτημα αυτό, δυστυχώς, μόνο δύσκολες απαντήσεις υπάρχουν.
Η επιστήμη, όμως, που σίγουρα «τρέχει» πιο γρήγορα και πολύ πιο δημιουργικά από τους πολιτικούς, έχει προσδιορίσει τις αιτίες των φαινομένων και έχει ήδη χαράξει τον μακρύ αναγκαίο δρόμο αποκατάστασης των ισορροπιών ανάμεσα στην ανθρώπινη δραστηριότητα και στις λειτουργίες της φύσης. Επίσης, και η τεχνική επιστήμη, εδώ και πολλά χρόνια, προσφέρει τις δικές της λύσεις για τον σχεδιασμό, τις ενέργειες και τα αναγκαία τεχνικά έργα (με προδιαγραφές προσαρμοσμένες στις νέες συνθήκες) που θα μπορούσαν να μας προστατέψουν όσο πιο αποτελεσματικά γίνεται από τις πλημμύρες. Με «όπλο» τα παραπάνω ας δούμε πώς θα μπορούσε ο καθένας από εμάς, τοπικά και ευρύτερα, να συμβάλλει στην κοινή προσπάθεια απέναντι στις απειλές που αναφέραμε. Προσεγγίζουμε πρώτα το τοπικό ζήτημα της αντιπλημμυρικής προστασίας. Γνωρίζουμε πως ομάδα επιστημόνων μελετητών, στο πλαίσιο των κοινοτικών υποχρεώσεων της χώρας μας και στη βάση των κατευθύνσεων της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2007/60/ΕΚ παρέδωσαν πρόσφατα στην κυβέρνηση ένα ολοκληρωμένο Σχέδιο αντιμετώπισης των κινδύνων πλημμυρών (ΣΔΚΠ) για τη Θεσσαλία, που βρίσκεται για διαβούλευση και πρόκειται σύντομα να εγκριθεί.
Για να υλοποιηθεί, όμως, το Σχέδιο αυτό απαιτείται πρώτα από όλα η εκπόνηση ενός εφαρμοστικού πλάνου (master plan) και στη συνέχεια επί μέρους μελέτες και η αντίστοιχη κατασκευή έργων για κάθε ξεχωριστό οικισμό, περιοχή ή λεκάνη απορροής.
Δυστυχώς στην κατεύθυνση αυτή δεν έγιναν βήματα, ενώ παράλληλα είναι εμφανής η απροθυμία των κυβερνώντων να διαθέσουν δημόσιους οικονομικούς πόρους για να γίνουν όσα πρέπει και να προστατευθούν αποτελεσματικά οι ζωές και οι περιουσίες των κατοίκων της Θεσσαλίας. Συνεπώς οφείλουμε όλοι από κοινού, μαζί με την Περιφέρεια, τους Δήμους, αλλά και τις οργανώσεις μας να αντιπαρέλθουμε τις όποιες δυσκολίες και τις γνωστές δικαιολογίες τους και από την πλευρά μας να διεκδικήσουμε επίμονα τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους, ώστε να «χτίσουμε» σταδιακά την αντιπλημμυρική προστασία για εμάς και τις επόμενες γενιές στην περιοχή μας. Η προσπάθειά μας αυτή προφανώς θα είναι διαρκής και σίγουρα δεν εξαντλείται με την ψήφο (υποστηρικτική ή τιμωρητική) που δίνει ο καθένας μας κάθε τέσσερα χρόνια. Σε κάθε περίπτωση κανείς δε δικαιούται να θεωρεί πως «σε όλα αυτά εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι»...
Εκτός, όμως, από την τοπική διάσταση, είναι δεδομένο πως οι κλιματικές απειλές αφορούν όλον τον πλανήτη, οπότε οι διεκδικήσεις μας προσλαμβάνουν και αυτές ευρύτερο χαρακτήρα.
Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμη μια σύντομη αναφορά στην κλιματική κρίση.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, οι μεταβολές στο κλίμα εν μέρει οφείλονται σε φυσικές διαδικασίες και ποικίλους ενδογενείς παράγοντες (γεωλογικές μεταβολές, ηφαιστειακή δραστηριότητα, ανωμαλίες στην κίνηση της γης κ.ο.κ.).
Σε αυτά έρχονται να συμβάλουν διάφορες ανθρώπινες δραστηριότητες που επηρεάζουν το κλίμα και τη θερμοκρασία της γης (ορυκτά καύσιμα, αποψίλωση δασών, κτηνοτροφία κ.λπ.) και που, όπως είναι κοινά αποδεκτό, ευθύνονται για πολλά από όσα μας συμβαίνουν (πλημμύρες, λειψυδρία, υποβάθμιση εδαφών κ.λπ.).
Ειδικότερα, στην κρίση αυτή ενέχονται κυρίως οι αναπτυγμένες βιομηχανικά και οικονομικά χώρες, που επιπλέον κυριαρχούν γεωπολιτικά στο παγκόσμιο στερέωμα και ουσιαστικά καθορίζουν την πορεία των πραγμάτων.
Βασική τους επιδίωξη (παρότι και οι ίδιοι άριστα γνωρίζουν τις δραματικές επιπτώσεις που επιφέρουν στο κλίμα) είναι να διατηρηθούν όσο περισσότερο γίνεται οι συνθήκες που επιτρέπουν στις επιχειρήσεις και στις βιομηχανίες τους να παράγουν τεράστια κέρδη (αδιαφορώντας για τις οικολογικές επιπτώσεις) και ταυτόχρονα να διοχετεύουν τα προϊόντα τους στις αγορές όλου του πλανήτη [σημ.: αρκετές φορές σε αυτές τις πολιτικές συμβάλλουν και τα λεγόμενα «πράσινα»/οικολογικά κόμματα, που ακόμη και πολέμους στηρίζουν (π.χ. Πράσινοι στη Γερμανία), αρκεί να απολαμβάνουν και αυτοί ένα μερίδιο εξουσίας].
Από τα παραπάνω συμπεραίνεται πως η κρίση αυτή δεν είναι, γενικώς και αορίστως, «ανθρωπογενής», όπως αιωρείται στα ΜΜΕ και διακινείται από ορισμένους διανοητές, τοποθετώντας έτσι τους καθημερινούς ανθρώπους στο ίδιο «καράβι» ευθυνών με όσους συνειδητά και με ισχυρότατο όφελος προκαλούν τις καταστροφές στη φύση και επιδεινώνουν την κατάσταση.
Οι πολιτικές που προαναφέραμε προκαλούν, μεταξύ άλλων, υψηλής έντασης διαμάχες και πολέμους, οι οποίοι με τη σειρά τους ανατροφοδοτούν την επιβάρυνση στην ατμόσφαιρα, την αναζήτηση περισσότερων φυσικών πόρων που καταστρέφει το περιβάλλον κ.ο.κ.
[Την περίοδο αυτή διεξάγεται στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν η Σύνοδος Κορυφής του ΟΗΕ για το κλίμα.
Όπως αναφέρουν οι αναλυτές, οι αναπτυσσόμενες χώρες διεκδικούν κεφάλαια ύψους έως και ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων για χρηματοδότηση πολιτικών για το κλίμα στις χώρες τους, κάτι, όμως, για το οποίο στάθηκε αδύνατο να βρεθεί συμβιβαστική λύση. Το ζήτημα αυτό επισκίασε τις συνομιλίες. Αρκετές χώρες εξέφρασαν την απογοήτευσή τους για την κατάσταση των συνομιλιών (σημ.: υπήρξαν και χώρες που αποχώρησαν!) και μας έδειξε για μία ακόμα φορά πως τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα στον πλανήτη αποτελούν τροχοπέδη στην αναγκαία παγκόσμια συνεννόηση για κοινές πολιτικές αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης προς όφελος του παγκόσμιου πληθυσμού. Και ως γνωστόν, οι «αδύναμες» χώρες είναι πολύ πιο ευάλωτες στις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην αύξηση των ανισοτήτων παγκοσμίως. Και στις χώρες αυτές κατατάσσεται και η Ελλάδα, έστω και εάν «απουσιάζει» από τις πρωτοβουλίες των αναπτυσσόμενων χωρών και από τις διεκδικήσεις τους απέναντι στους ισχυρούς του πλανήτη]. Γενικά, από τις αναπτυγμένες χώρες προτάσσεται συστηματικά η περίφημη «πράσινη» πολιτική ως αντίδοτο στην κλιματική κρίση. Όμως, η πολιτική αυτή σε αρκετές περιπτώσεις, αντί να επιφέρει θετικά αποτελέσματα στην κοινή προσπάθεια, οδηγεί σε στασιμότητα ή/και πισωγυρίσματα στην υπόθεση της κλιματικής αλλαγής.
Κάτι ανάλογο ισχύει και για τη χώρα μας, όπου π.χ. βιώνουμε καθημερινά με τις τεράστιες εισαγωγές ορυκτού αερίου (κατ’ ευφημισμό «φυσικού»), στο όνομα της ταχείας «απανθρακοποίησης». Μάλιστα, μετά τη διακοπή τροφοδοσίας από τη Ρωσία χρησιμοποιούμε κατά κόρον το καταστροφικό για τη φύση σχιστολιθικό αέριο που το μεταφέρουμε από την Αμερική, ενώ παράλληλα κατασκευάζουμε σταθμούς για τη μετατροπή του σε αέρια μορφή και διοχέτευσή του σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές.
Να, λοιπόν, που ισχυρά γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα επιβάλλουν και εδώ την πολιτική τους, η οποία έρχεται σε αντίθεση με την επιβαλλόμενη κοινή προσπάθεια των λαών να περιορίσουν τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης και την ελπίδα τους να αποφύγουν την εμφάνιση ακραίων καταστροφικών φαινομένων στην περιοχή μας. Ανάλογα κινείται η Ελλάδα με τις ασύμμετρες εισαγωγές εξοπλισμού για ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά πάρκα που έχουν κατακλύσει τα βουνά και τους κάμπους στη χώρα μας, αγνοώντας εγχώριους ανανεώσιμους ενεργειακούς πόρους (π.χ. υδροηλεκτρική ενέργεια) και αυξάνοντας τις εισαγωγές ενέργειας, αλλά και εξοπλισμού, με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την επιδείνωση του ήδη επιβαρυμένου ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών [στοιχεία Τράπεζας Ελλάδος: 2014-1.318 εκατ. ευρώ, 2023-13.931].
Όσο για τις τρομακτικές αυξήσεις στην τιμή ηλεκτρικής ενέργειας και καυσίμων, με δραματική επίπτωση στην αγοραστική δυνατότητα της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών, φαίνεται πως αυτό ελάχιστα απασχολεί τα κόμματα που μας κυβερνούν, αφού με τα χρηματιστήριά τους στηρίζουν τα συμφέροντα ενός μικρού αριθμού ισχυρών ολιγοπωλίων στη χώρα μας, τα οποία σημειωτέον κατά τα τελευταία χρόνια απολαμβάνουν ετήσια καθαρά κέρδη ύψους αρκετών δισ. ευρώ!
Μήπως, λοιπόν, ήρθε η ώρα να αντιδράσουμε συντεταγμένα σε όσα συμβαίνουν γύρω μας; Μήπως όλα αυτά, εκτός από την επιβάρυνση στην τσέπη μας, επηρεάζουν καθοριστικά και την ασφάλειά μας από φαινόμενα που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή και ειδικά από τις ακραίες εκδοχές της όπως οι πλημμύρες; Μήπως ήρθε η ώρα να απαιτήσουμε από τις κυβερνήσεις μας και τους πολιτικούς μας μια άλλη πολιτική, με επίκεντρο τα «δικά» μας συμφέροντα, τα συμφέροντα των πολλών, απέναντι σε εκείνα που εξυπηρετούν πολύ-πολύ λίγους και ισχυρούς, οδηγώντας τη χώρα μας και γενικά την ανθρωπότητα στα βράχια;
Μπορεί τα παραπάνω να ακούγονται στους καθημερινούς ανθρώπους «μεγάλα», «δύσκολα» και έξω από τα... κυβικά μας.
Όμως, από τη στιγμή που επηρεάζουν τόσο καθοριστικά την ασφάλειά μας και την ίδια μας τη ζωή, δεν επιτρέπεται να μας αφήνουν αδιάφορους.
Όπως και στο «τοπικό», έτσι και στο απέραντο πεδίο του πλανήτη μας που απειλείται, οφείλουμε να αντιδράσουμε ανάλογα.
Και πρώτα από όλα να σταθούμε απέναντι στις πολιτικές τους, απαιτώντας από την κυβέρνηση άμεσα αλλαγή πορείας στα θέματα που προαναφέραμε, χωρίς δισταγμούς και άσχετα από κομματικές προτιμήσεις.
Συμπερασματικά: Θέλουμε ασφάλεια; Ας τη διεκδικήσουμε!
[Σημείωση: Στη σημερινή μας παρέμβαση δεν κάναμε αναφορά στο μεγάλο ζήτημα της λειψυδρίας, παρότι και αυτό σχετίζεται με την κλιματική κρίση. Ο χώρος δεν το επιτρέπει . Θα το κάνουμε με μια άλλη ευκαιρία].
* Ο Κώστας Γκούμας είναι γεωπόνος, πρ. δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/Κεντρικής Ελλάδας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.
* Ο Τάσος Μπαρμπούτης είναι πολιτικός μηχανικός, μέλος Δ.Σ. ΕΘΕΜ, πρ. γραμματέας ΤΕΕ/ΚΔΘ, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.