Στην επιστολή τους κρούουν «τον κώδωνα του κινδύνου για τα υψηλά επίπεδα ξηρασίας, λειψυδρίας και πλημμυρών σε όλες τις χώρες της ΕΕ». Αναφέρουν μάλιστα πως «το άμεσο οικονομικό κόστος των φαινομένων λειψυδρίας ανέρχεται σε περίπου 9 δισ. ευρώ κάθε χρόνο». Επιδίωξη του σχεδίου είναι «να ενισχύσει την ασφάλεια του νερού και την ανθεκτικότητα των υδάτινων οικοσυστημάτων», ζητούν δε αυτό να διατυπωθεί στο «υψηλότερο επιτελικό επίπεδο στην ΕΕ» και θεωρούν απαραίτητο, μεταξύ άλλων, «να ενσωματωθούν στις διατάξεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας όλα τα θέματα που αφορούν στην ορθή διαχείριση των υδάτων, ώστε να διασφαλιστεί η διαθεσιμότητα και η ασφάλεια των αποθεμάτων νερού» (ό. π. ).
Πολύ δύσκολα θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει με αυτή την πρωτοβουλία της κυβέρνησης. Ειδικά εμείς εδώ στη Θεσσαλία που τα συχνά επαναλαμβανόμενα φαινόμενα λειψυδρίας και πλημμυρών απειλούν ευθέως την ίδια μας την ασφάλεια, αλλά και τις προοπτικές της οικονομίας στην περιοχή. Προκύπτει όμως και ένα ερώτημα: με ποιον τρόπο και σε ποιο βαθμό η χώρα μας, που τώρα ζητά περισσότερα εργαλεία για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων, αξιοποίησε έως σήμερα εκείνα που της προσφέρουν η επιστήμη, οι υφιστάμενες οδηγίες της ΕΕ, καθώς και οι προτάσεις επιστημονικών και κοινωνικών φορέων;
Ως γνωστόν, για τη Διαχείριση Υδάτων (ΔΥ) και για τις Πλημμύρες έχουν αντίστοιχα θεσπιστεί στην ΕΕ (και έχουν ήδη ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία) οι οδηγίες 2000/60 και 2007/60.
Σχετικά με την πρώτη οδηγία για τη ΔΥ, η χώρα μας την εφάρμοσε στην πράξη με καθυστέρηση…14 ετών (!!), εφόσον το πρώτο Σχέδιο ΔΥ (ΣΔΛΑΠ) εγκρίθηκε το 2014. Δεν πρόκειται όμως μόνο για την καθυστερημένη αντίδραση των κυβερνήσεων και την (επί της ουσίας) υποβάθμιση της σημασίας του θέματος. Στο πρώτο ΣΔΛΑΠ και στις αναθεωρήσεις που ακολούθησαν (2017, 2024) περιέχεται ένα πλήθος αποφάσεων για μέτρα, δράσεις και έργα, αποφάσεις που πλην ελαχίστων εξαιρέσεων παραμένουν έξω από τις επιλογές των κυβερνήσεων, αναξιοποίητες και «περιφρονημένες». Θα μπορούσα να ισχυριστώ, χωρίς κίνδυνο να θεωρηθώ υπερβολικός, πως τα Σχέδια αυτά εκπονήθηκαν έχοντας σαν βασικό στόχο να αποφύγει η χώρα μας τις πιέσεις και τις ποινές λόγω παραβίασης των κανόνων της ΕΕ και πολύ λιγότερο έως καθόλου με πρόθεση των κυβερνήσεων να τα εφαρμόσουν! «Σχέδια επί χάρτου» όπως εύστοχα τους τα λέει κάθε τόσο και ο αγανακτισμένος «συνοδοιπόρος» μου Κ. Γκούμας….
Ανάλογες παρατηρήσεις ισχύουν και για τη δεύτερη ευρωπαϊκή οδηγία για τις Πλημμύρες, για τις οποίες το πρώτο σχετικό σχέδιο (ΣΔΚΠ) εγκρίθηκε με μόλις... έντεκα χρόνια καθυστέρηση (2018), και μάλιστα χωρίς ουσιαστική διαβούλευση. Και να σκεφθεί κανείς πως το κύριο και βασικό «μέτρο» που προτείνεται στο εγκεκριμένο ΣΔΚΠ ήταν η εκπόνηση ενός εφαρμοστικού πλάνου (master plan) για τα έργα και τις δράσεις που περιλαμβάνονται στο Σχέδιο αυτό, κάτι βεβαίως που ουδέποτε δρομολογήθηκε. Ετσι τα διαγράμματα προβλέψεως πλημμυρών και οι προτάσεις των επιστημόνων παρέμειναν αναξιοποίητες. «Επί χάρτου» και πάλι…
Τα συμπεράσματα είναι προφανή. Στη χώρα μας οι κυβερνήσεις δεν έχουν ως γνώμονα την εφαρμογή τέτοιου είδους οδηγιών. Οι βασικές κατευθύνσεις των οδηγιών περίπου αγνοούνται και η εφαρμογή των κανόνων της νομοθεσίας μάλλον αποτελεί την…. εξαίρεση! Αντιθέτως, στη χρήση των υδατικών πόρων κυριαρχούν οι κακές πρακτικές και οι παραβιάσεις της νομοθεσίας (π.χ. αντλήσεις νερού σε βαθμό «εξόντωσης» των υπόγειων υδροφορέων, μικρά παράνομα προσωρινά φράγματα στα ποτάμια, καταστροφικά για τα οικοσυστήματα, τα οποία-όχι σπάνια-χρηματοδοτούνται από τη διοίκηση!). Και άλλα πολλά, πάντοτε υπό την ανοχή των κυβερνήσεων.
Επιπλέον, οι δράσεις και τα έργα που περιέχονται στα «εγκεκριμένα» Σχέδια αποτελούν συνήθως υλικό για τη φαρέτρα των «ελπίδων», αυτές που οι κυβερνήσεις σερβίρουν στον κόσμο προσπαθώντας να διαχειριστούν τις προσδοκίες του η/και την αγανάκτησή του. Ετσι ο εμπαιγμός συνεχίζεται, πότε με υποσχέσεις που δεν τηρούνται και πότε με κάποια πρώτα δειλά βήματα υλοποίησης (π.χ. αρχικές μελέτες) για εκτόνωση των πιέσεων. Τα παραδείγματα αφθονούν.
Στη Θεσσαλία, ενώ ο λαός και οι οργανώσεις του, με επικεφαλής την Περιφέρεια/Θ, έχουν αποδεχθεί και αυτά και τα παλαιότερα Σχέδια που εγκρίνονται από τις κυβερνήσεις, περιμένουμε κάθε χρόνο μπας και ο εκάστοτε πρωθυπουργός, στα εγκαίνια της ΔΕΘ ή σε μια από τις επισκέψεις του, εξαγγείλει κάποιο έργο για την περιοχή μας. Και τα χρόνια περνάνε χωρίς αυτοί να μιλάνε. «Μιλάει» όμως η φύση και μάλιστα πολύ θυμωμένα, με τους καταστροφικούς κυκλώνες της να μας βρίσκουν ανοχύρωτους και ουσιαστικά χωρίς σχέδιο, χωρίς έργα υδρονομίας στα ορεινά, χωρίς ταμιευτήρες στα ημιορεινά, με πλήθος «εμποδίων» σε ρέματα (π.χ. πλημμύρες στον Βόλο), με κακοσυντηρημένες υποδομές προστασίας (όπως π.χ. συνέβη με αναχώματα στην Καρδίτσα, στην Κάρλα και αλλού), χωρίς σύγχρονα συστήματα για παρακολούθηση, για ενημέρωση και για συντονισμό ενεργειών, χωρίς οργάνωση και εκπαίδευση σε θέματα πολιτικής προστασίας.
Η φύση όμως «μιλάει» και με την ανάποδη, στέλνοντας καπάκι τη λειψυδρία, για να υπογραμμίσει έτσι την αβελτηρία των κυβερνήσεών και την ανεύθυνη στάση τους απέναντι στα προβλήματα της ασφάλειας και υγείας των πολιτών αλλά και της εξασφάλισης νερού, αφενός για υδροδότηση πόλεων και καλλιέργειες, αφετέρου για την προστασία και αναβάθμιση των οικοσυστημάτων στην περιοχή μας.
Συνοπτικά, με αποκλειστική ευθύνη των κυβερνήσεων, τα όπλα που προσφέρονται για την αντιμετώπιση των κρίσιμων προβλημάτων πλημμυρών και λειψυδρίας στη χώρα μας έχουν έως σήμερα αξιοποιηθεί σε πολύ περιορισμένο βαθμό. Γι’ αυτό και ακούγεται μάλλον υποκριτικό να ζητά η κυβέρνηση από την ΕΕ ένα «ολιστικό σχέδιο», την ίδια ώρα που εκείνη δεν έχει ακόμη φροντίσει ούτε καν να ενσωματώσει αρμονικά σε ένα ενιαίο εφαρμοστικό πλάνο (masterplan) τις «δικές» της αποφάσεις (ΣΔΛΑΠ, ΣΔΚΠ, προτάσεις ολλανδικής HVA), κάτι που μάλλιασε η γλώσσα μας να τους το ζητάμε! Πολύ περισσότερο που εκτός από τα εφαρμοστικά Σχέδια και το χρονοδιάγραμμα για την υλοποίησή τους, απουσιάζει η πολιτική βούληση για κρίσιμες αποφάσεις, που η δυστοκία στη λήψη τους θεωρείται παράλογη και ξεπερνά τα όρια της ανευθυνότητας.
Ας μας εξηγήσει επιτέλους ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης ποιο θα είναι τελικά το υδατικό δυναμικό που θα διαθέτει η Θεσσαλία ώστε να καλύψει το σύνολο των καταγεγραμμένων αναγκών της (που ως γνωστόν είναι κοινά αποδεκτές από το σύνολο του πολιτικού φάσματος). Θα περιλαμβάνεται σε αυτό η ενίσχυση με μεταφορά νερού έως 250 εκ. κ. μ. ετησίως από τον Ανω ρού του Αχελώου (όπως προβλέπεται στην κυβερνητική εγκριτική απόφαση για το ΣΔΛΑΠ) ή όχι; Και εάν η πρόσφατη έγκριση του ΣΔΛΑΠ δεν αποτελεί (όπως πολύ συχνά συμβαίνει) τυπική εφαρμογή του μνημειώδους «στρίβειν δια του αρραβώνος», ας μας εξηγήσουν τους λόγους που τα έργα Αχελώου, επί πεντέμισι χρόνια δικής τους διακυβέρνησης, παραμένουν στην εγκατάλειψη.
Όπως το βλέπω, στην πράξη η κυβέρνηση Μητσοτάκη δικαιώνει με τον χειρότερο τρόπο την ανεύθυνη πολιτική που ακολούθησε για τη Θεσσαλία η κυβέρνηση Τσίπρα, ενάντια στην οποία οι παράγοντες της ΝΔ, με κάθε ευκαιρία, στρέφουν τα πυρά τους.
Να λοιπόν που βγάζει μάτια η αντίφαση ανάμεσα στις έως σήμερα πράξεις της κυβέρνησης και στο ενδιαφέρον που δήθεν επιδεικνύει σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου σχετικά με τα νερά στην ΕΕ!
Με άλλα λόγια «έξω πάμε καλά», μέσα όμως αδρανούμε πανηγυρικά.
Αντε να δούμε τώρα, που συμπληρώνεται ένας ολόκληρος χρόνος από τις δραματικές καταστροφές των Ντάνιελ και Ελίας, τι θα βρούνε να πούνε και τι έργα θα (ξανα)υποσχεθούνε παρατείνοντας την αρρωστημένη αυτή κατάσταση. Και ας ελπίσουμε πως δεν θα προκύψει άμεσα ένας νέος Ντάνιελ που θα τους χαλάσει τη συνταγή των υποσχέσεων, γιατί εάν συμβεί κάτι τέτοιο, έτσι κι αλλιώς εμείς πάλι θα πληρώσουμε τον λογαριασμό…. .
Τάσος Μπαρμπούτης