Μία καλλιέργεια που δεν είναι άγνωστη στον θεσσαλικό κάμπο, καθώς τη δεκαετία του ‘50 καλλιεργούνταν σε αρκετές χιλιάδες στρέμματα, ενώ σημειώνονταν και εξαγωγές. Σταδιακά, όμως, με τα χρόνια εγκαταλείφθηκε.
Μπορεί αυτή να επανέλθει; Ο Αντώνης Αντωνιάδης από τους Χαλκιάδες Φαρσάλων καλλιεργεί εδώ και 8 χρόνια σουσάμι στα χωράφια του. Ανάλογα με τις συνθήκες, πότε καλλιεργεί σε πολλά στρέμματα και πότε ως επίσπορη καλλιέργεια σε λίγα στρέμματα.
Ο ίδιος, μάλιστα, τη χαρακτηρίζει «ιδανική και κερδοφόρα», καθώς η αγορά αναζητά ντόπιο σουσάμι. Συνεργάζεται χρόνια με τοπική χαλβαδοποιία, η οποία αν υπήρχε διαθέσιμη ποσότητα θα την αγόραζε όλη!
Όπως δηλώνει στην «Ε» ο κ. Αντωνιάδης, «στα ξηρικά χωράφια που έχω η μέση στρεμματική απόδοση είναι 100 με 200 κιλά. Στα ποτιστικά, όσοι βάζουν, συλλέγουν πάνω από 250 κιλά. Πρόκειται για μια καλλιέργεια με σταθερό εισόδημα και λίγα έξοδα. Είναι ανθεκτικό προϊόν στις υψηλές θερμοκρασίες. Μάλιστα, αυτές εξουδετερώνουν τους μύκητες κι έτσι δε χρειαζόμαστε μυκητοκτόνα. Θέλει λίγο λίπασμα. Ουσιαστικά τα μόνα έξοδα είναι τα εντομοκτόνα (2-3 ψεκασμοί). Προσωπικά συγκομίζω 30 με 40 κιλά το στρέμμα, πουλάω με δύο ευρώ, άρα συνολικά 80 ευρώ το στρέμμα. Τη σημερινή εποχή δεν είναι ευκαταφρόνητο ποσό» σημειώνει.
Η σπορά γίνεται συνήθως τον Μάιο. Αν βοηθήσουν οι βροχές το καλοκαίρι, το φύτρωμα γίνεται ομαλά και γρήγορα και η συγκομιδή τέλος Σεπτεμβρίου, αρχές Οκτώβρη.
Ο κ. Αντωνιάδης αποθηκεύει τις ποσότητες, λόγω έλλειψης ξηραντηρίου και προχωρά σε 4 με 5 καθαρισμούς. Ωστόσο, θέλει να επενδύσει περισσότερο στην καλλιέργεια. Γι’ αυτό και αναζητά στην αγορά του εξωτερικού ένα σύγχρονο ξηραντήριο.
Θεωρεί ότι «το σουσάμι μπορεί να βοηθήσει και στη γονιμότητα του εδάφους, καθώς διαθέτει πολλά θρεπτικά στοιχεία και βοηθά την επόμενη καλλιέργεια που θα μπει στο χωράφι». Σύμφωνα με όσα έχει δηλώσει ο καθηγητής Γεωπονίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας κ. Νίκος Δαναλάτος, «στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι καταναλώνονται ετησίως περί τους 40.000 τόνους σουσαμιού για την παραγωγή μιας μεγάλης γκάμας προϊόντων (ψωμί, χαλβάς, ταχίνι, παστέλια, μπάρες με ξηρούς καρπούς κ.λπ.), οι οποίοι στο σύνολό τους εισάγονται, κατά κανόνα, από αφρικανικές χώρες (Αίγυπτος, Σουδάν κ.λπ.). Με 250-300 κιλά ανά στρέμμα για την κάλυψη της ελληνικής αγοράς θα πρέπει να καλλιεργηθούν 130-160.000 στρ., αλλά τα περιθώρια είναι υπερτριπλάσια εάν ληφθεί υπόψη ότι το ελληνικό σουσάμι θα είναι το ευρωπαϊκό σουσάμι, το οποίο, μάλιστα, θα πρέπει να στηριχθεί αναλόγως με τις υπόλοιπες σημαντικές καλλιέργειες χαμηλών εισροών και φιλικών προς το περιβάλλον».
Γ. Ρούστας