Ένα θέμα που φαίνεται να έχει προβληθεί είναι η διατήρηση του πληθυσμού στη Γεωργία και να αποφύγουμε την απομάκρυνση από τα χωράφια και τους στάβλους. Είναι μια λογική άποψη, καθώς υπάρχουν τεράστιες δυνατότητες αύξησης του εισοδήματος της Γεωργίας. Ιδιαίτερα για τα μικρά αγροκτήματα που θα μπορούσαν να αυξήσουν ουσιαστικά τα εισοδήματά τους. Να κάνουμε αναδιάρθρωση των καλλιεργειών και να πάμε προς καλλιέργειες υψηλής αξίας και εντάσεως εργασίας, όπως τα οπωροκηπευτικά. Αυτές με κατάλληλη οργάνωση της παραγωγής και εμπορίας των προϊόντων μπορούν να αυξήσουν τον κύκλο εργασιών της Γεωργίας μας από τα 300 ευρώ/στρ. προς πάνω από 1.000, με ταυτόχρονη αύξηση της απασχόλησης και του εισοδήματος των αγροτών. Αν πάμε σε θερμοκήπια, θα πάμε σε δεκάδες χιλιάδες ευρώ/στρ. Θεωρώ ντροπή μας να καταναλώνουμε το καλοκαίρι ντομάτες εισαγόμενες από την Πολωνία και εμείς να μην είμαστε ικανοί να παράγουμε και να τροφοδοτήσουμε την αγοράς μας και τον τουρισμό.
Αναδιάρθρωση καλλιεργειών προτείνουν και οι «οικολόγοι». Μας λένε να αλλάξουν τις αρδευόμενες καλλιέργειες με ξηρικές για να μην έχουμε και ανάγκη από αρδευτικό νερό και επομένως ούτε ταμιευτήρες χρειαζόμαστε, ούτε μεταφορά νερού από το όμορο διαμέρισμα του Αχελώου. Έχω διαβάσει και ακούσει ιδέες για μείωση των «υδροβόρων» καλλιεργειών. Με πρώτο στη σειρά το βαμβάκι. Δεν μπορώ να καταλάβω για ποιον λόγο τα έχουν με το βαμβάκι. Είναι η λιγότερο υδροβόρα καλλιέργεια σχετικά με το καλαμπόκι και τη μηδική. Μάλιστα, άρθρο στην «Καθημερινή» πριν λίγες μέρες προτείνει να αλλάξουμε το βαμβάκι με ρεβίθια. Οι συντάχτες, βέβαια, δεν κάνουν τον κόπο να μας πουν τι σημαίνει αυτή η αλλαγή. Πόσο παράγουν τα ρεβίθια και ποια είναι η απασχόληση και ο κύκλος εργασιών σχετικά με το βαμβάκι; Τα ξηρικά ρεβίθια παράγουν από 150 μέχρι 200 κιλά/στρ. με τιμή από 0,5 μέχρι 1 ευρώ/κιλό, δηλαδή από 75 μέχρι 200 /στρ. Το βαμβάκι σήμερα παράγει 400 κ./στρ., με τιμή από 0.40 μέχρι 0,60, δηλαδή από 160 μέχρι 240 ευρώ/στρ. (υπάρχει και μια διαφορά στη συνδεδεμένη επιδότηση, αλλά την αφήνω). Υποθέτω ότι η δημοσιογράφος ίσως ρώτησε κάποιον παραγωγό, ο οποίος καλλιεργεί ρεβίθια σε αρδευόμενες εκτάσεις, οπότε με ένα, δύο ή περισσότερα ποτίσματα, μπορεί αν φτάσει την παραγωγή στα 300 κιλά/στρ. Το ίδιο ισχύει για το σιτάρι. Το σιτάρι χωρίς πότισμα παράγει γύρω στα 300 κιλά/στρ., ενώ με δύο ή τρία ποτίσματα μπορεί να ξεπεράσει τα 600 κιλά/στρ.
Χωρίς αμφιβολία η καλλιέργεια είτε ψυχανθών είτε άλλης ξηρικής καλλιέργειας στο πλαίσιο της αμειψισποράς κάθε 3-4 χρόνια είναι χρήσιμη, καθώς περιορίζει τα ζιζάνια και το ψυχανθές εμπλουτίζει με άζωτο το έδαφος. Αλλά μια γενική στροφή σε ξηρικές καλλιέργειες θα είναι καταστρεπτική για την οικονομία της Θεσσαλίας, καθώς θα μειώσει το συνολικό εισόδημα της περιοχής. Σκεφτείτε ότι οι άλλες αρδευόμενες καλλιέργειες έχουν κύκλο εργασιών πάνω από 300 ευρώ/στρ. Απ’ ό,τι μπορώ να καταλάβω, το μόνο που ενδιαφέρει τους οικολόγους είναι να αποτρέψουν τη δημιουργία ταμιευτήρων νερού στα ορεινά και ουσιαστικά προτείνουν τη μείωση των αρδευόμενων στρεμμάτων της Θεσσαλίας κατά ένα εκατομμύριο στρέμματα για να επαρκούν τα σημερινά διαθέσιμα υδατικά αποθέματα. Απλώς δεν θέλουν να το πουν ξεκάθαρα για να μην υπάρξουν αντιδράσεις από τους αγρότες.
Η δεύτερη συζήτηση που γίνεται είναι για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μέχρι τώρα γνωρίσαμε την κλιματική αλλαγή καλά με πλημμύρες (ζήσαμε 2 ή καλύτερα 3 τα τελευταία τρία χρόνια), αλλά και καύσωνες το καλοκαίρι. Θα πρέπει να περιμένουμε και χρονιές με ξηρασία, όπως αυτές που αντιμετώπισε η υπόλοιπη Ευρώπη τα προηγούμενα χρόνια. Αρχικά να πούμε ότι το βαμβάκι είναι η καλλιέργεια που υποφέρει πολύ λιγότερο από τις άλλες από τους καύσωνες. Αν αρδεύεται επαρκώς, τότε οι υψηλές θερμοκρασίες και ο λίβας βοηθούν στην καταπολέμηση των εχθρών του, χωρίς να μειώνουν ιδιαίτερα την παραγωγή. Αντίθετα, άλλες καλλιέργειες, όπως το καλαμπόκι, επηρεάζονται αρνητικά από καύσωνες. Παραμένει το ερώτημα γιατί οι «οικολόγοι» τα έχουν με τη βαμβακοκαλλιέργεια.
Επομένως, έχουμε μπροστά μας δύο πολύ κρίσιμα θέματα. Το ένα είναι η διατήρηση της παραγωγικότητας της Γεωργίας της Θεσσαλίας, του εισοδήματος των παραγωγών που θα τους κρατήσει στον τόπο τους. Αυτό προϋποθέτει τη διατήρηση των αρδευόμενων εκτάσεων στα σημερινά επίπεδα ή και αύξηση στα 3.00.000 στρέμματα, όπως προτείναμε στο σχέδιο για τη Γεωργία της νέας Περιφερειακής Αρχής. Προφανώς με διατήρηση αρδευόμενων καλλιεργειών και αναδιάρθρωσή τους για καλλιέργειες υψηλής αξίας. Προϋπόθεση η δημιουργία ταμιευτήρων νερού στα γύρω ορεινά και η μεταφορά ποσότητας νερού από τον θεσσαλικό Αχελώο. Το δεύτερο είναι η προσαρμογή στις νέες συνθήκες της κλιματικής αλλαγής. Πρέπει να αναπτύξουμε πολιτικές προστασίας των εδαφών από τη διάβρωση που θα επιταθεί από τις έντονες βροχοπτώσεις, αλλά και βελτίωση της υγείας του με πολιτικές αύξησης της οργανικής ουσίας του εδάφους που θα κάνει τις καλλιέργειες ανθεκτικότερες στις ακραίες συνθήκες, όπως η ξηρασία (μεγαλύτερη ικανότητα συγκράτησης νερού στο έδαφος), αλλά και καλύτερη διηθητικότητα για μείωση της απορροής του νερού που προκαλεί τη διάβρωση. Αυτά πρέπει να οργανώσουμε και να μεταφέρουμε στους αγρότες για να τα εφαρμόσουν. Πάλι τίθεται θέμα οργάνωσης κάποιου συστήματος γεωργικών εφαρμογών, διαρκούς εκπαίδευσης των αγροτών, σύνδεσης έρευνας και παραγωγής. Θα συνεχίσω να τα γράφω ακόμη κι αν γίνομαι βαρετός. Ίσως κάποιος να τα ακούσει και να τα εφαρμόσει. Η ελπίδα παραμένει.
ΥΓ.: Απ’ όσα διαβάζω η Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή της Τράπεζας της Ελλάδος ετοιμάζει επικαιροποίηση της μελέτης που είχε κάνει πριν λίγα χρόνια. Θα δούμε τι προβλέπει, θα το σχολιάσουμε.