Όπως είχαμε επισημάνει τότε, η αδυναμία αυτής της πρότασης έγκειται στο ότι με μια τέτοια απόφαση θα διαχωρίζονταν δύο αναπόσπαστα συνδεδεμένοι φυσικοί πόροι, δηλαδή το έδαφος και το νερό με συνέπεια το εγχείρημα να είναι αποσπασματικό και αναποτελεσματικό σε μεγάλο βαθμό. Ως συνήθως τέτοιες απόψεις/προτάσεις δεν έχουν σοβαρές πιθανότητες να προσεχθούν από τους αρμόδιους, ιδίως όταν προέρχονται από απλούς πολίτες, τις απόψεις των οποίων συνήθως αντιμετωπίζουν με αδιαφορία, έστω και εάν αυτοί ανάλωσαν ολόκληρη την επιστημονική και επαγγελματική τους δραστηριότητα σε σχετικά θέματα, μισθοδοτούμενοι από τους φορολογούμενους πολίτες. Έστω και έτσι όμως, οφείλουμε να επιμένουμε, όταν οι απόψεις βασίζονται σε καθαρά επιστημονικά δεδομένα και δεν εξυπηρετούν οποιεσδήποτε σκοπιμότητες. Με το άρθρο αυτό θα συνεχίσουμε να εισφέρουμε και άλλα στοιχεία που συνηγορούν στην ορθότητα της πρότασής μας, ιδίως τώρα που επί τέλους η Πολιτεία άρχισε, έστω και μετά από τη δραματική προειδοποίηση της φύσης μέσω των τελευταίων καταστρεπτικών πλημμυρών στη Θεσσαλία, να δείχνει ενδιαφέρον.
Γιατί λοιπόν δεν είναι σωστό να ξεχωρίζουμε αυτούς τους φυσικούς πόρους; Οι σχετικοί επιστήμονες μέσω των εξειδικευμένων γνώσεών τους και οι απλοί άνθρωποι εμπειρικά μέσω των παρατηρήσεών τους στην πράξη, γνωρίζουν ότι νερό και έδαφος είναι τα δυο βασικά στοιχεία της Γης, που η λειτουργία τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη. Το έδαφος ρυθμίζει τη στράγγιση του νερού στα βαθύτερα στρώματα και τη ροή και την αποθήκευση του νερού, οι ποσότητες του οποίου είναι πολύ μεγάλες, κυμαινόμενες από 100 έως και 200 τόνους το στρέμμα σε βάθος 1 μέτρου. Επίσης παρεμβαίνει στον κύκλο του νερού στο χερσαίο τμήμα της γης και μέσω αυτού συμμετέχει σημαντικά στη ρύθμιση του κλίματος επηρεάζοντας σημαντικά τη ροή των αερίων του θερμοκηπίου.
Πέρα όμως από αυτά που για τον παραγωγό δεν έχουν άμεση πρακτική σημασία, αναφέρονται παρακάτω ενδεικτικά δύο μόνο θέματα που δείχνουν ανάγλυφα ότι η διαχείριση του εδάφους και του νερού πρέπει να είναι κοινή. Χωρίς να γνωρίζουμε τις αρμοδιότητες του υπό ίδρυση «Φορέα Υδατικών Πόρων», θεωρούμε ότι βάσιμα μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα ασχολείται (και) με την άρδευση των καλλιεργειών ρυθμίζοντας όλα τα σχετικά ζητήματα, μεταξύ των οποίων και τα σχετικά με τον υπολογισμό της «αρδευτικής δόσης». Όσοι ασχολούνται με τα θέματα αυτά, γνωρίζουν πολύ καλά ότι η σημαντική αυτή παράμετρος εξαρτάται από δύο βασικούς παράγοντες, τις ανάγκες του φυτού σε νερό και τις ιδιότητες του εδάφους και πιο συγκεκριμένα από: τον «κορεσμό με νερό», την «υδατοχωρητικότητα», το «σημείο μάρανσης», τη «διαθέσιμη υγρασία», και το «φαινόμενο ειδικό βάρος». Οι ιδιότητες αυτές οδηγούν σε «αρδευτικές δόσεις» που διαφέρουν μέχρι και πέντε φορές, γεγονός που σημαίνει ανάλογες τιμές στις ποσότητες νερού που πρέπει να καταναλώνονται. Πώς λοιπόν θα μπορέσει να διαμορφωθεί η πολιτική διαχείρισης του αρδευτικού νερού για κάθε περιοχή αρμοδιότητας του «ΦΥΠ», εάν δεν είναι γνωστές αυτές οι βασικές εδαφικές παράμετροι; Μήπως υπάρχει αντίστοιχος φορέας για τα εδάφη στη χώρα μας που να παρέχει αυτές τις απαραίτητες πληροφορίες; Είναι γνωστό όμως ότι τέτοιο πράγμα δεν ισχύει.
Άλλο πρακτικό παράδειγμα που αφορά άμεσα τον «ΦΥΠ» και τους παραγωγούς, είναι η κατάσταση των αρδευτικών και στραγγιστικών δικτύων, από την οποία εξαρτάται στενά η διαδικασία της άρδευσης. Το ερώτημα εδώ είναι ποιος θα φροντίζει για τη λήψη αντιδιαβρωτικών μέτρων, ώστε να αποφεύγεται ή έστω να μειώνεται το «μπάζωμα» των καναλιών και στη συνέχεια τον καθαρισμό τους; Σε παλαιότερες εποχές υπήρχε για τους σκοπούς αυτούς η «Υπηρεσία Εγγείων Βελτιώσεων», η οποία όμως καταργήθηκε προς δόξαν του ιδιωτικού τομέα, με τα γνωστά αποτελέσματα, στα οποία βρίσκονται σήμερα τα αρδευτικά και στραγγιστικά δίκτυα. Ποιος λοιπόν και γι’ αυτό τόσο σοβαρό ζήτημα θα μεριμνά, εάν όχι ο «ΦΥΠ»; Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει πολλά τέτοια πρακτικά θέματα, από τα οποία μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητό ότι ο διαχωρισμός της διαχείρισης των εδαφών και νερών στη χώρα μας δεν είναι μια λογική επιλογή.
Τι γίνεται όμως στις άλλες χώρες; Στις χώρες της ΕΕ είναι αλήθεια ότι οι ανάλογοι φορείς έχουν κατά κανόνα τη διαχείριση του νερού χωριστά από τη διαχείριση των εδαφών. Αυτό όμως γιατί συνέβη; H απάντηση είναι απλή: Στην ΕΕ ο ρόλος του εδάφους υποεκτιμήθηκε σε σύγκριση με το νερό, όπως προκύπτει από την απόφαση να δημιουργηθεί το 2000 οδηγία για τα νερά (η 2000/60/ΕΚ), χωρίς να δημιουργηθεί αντίστοιχη οδηγία για το έδαφος (ή να είναι μία ενιαία και για τους δυο πόρους), αν και οι σχετικές υπηρεσίες και οι ειδικοί το πρότειναν επίμονα. Με ευθύνη ορισμένων χωρών (κυρίως της Γερμανίας) αυτό καθυστέρησε 20 και πλέον χρόνια, οδηγώντας την ΕΕ να αποφασίσει τη δημιουργία οδηγίας για το έδαφος μόλις το φετινό καλοκαίρι [βλ. COM(2023) 416 final, 5.7.2023, (COD) 2023/0232]. Στο σκεπτικό δε της απόφασης αυτής αναγνωρίζεται η στενή σχέση και αλληλεξάρτηση των δύο αυτών πόρων, του εδάφους και του νερού, γεγονός που αποτελεί έμμεσα παραδοχή της λανθασμένης πολιτικής έναντι των εδαφών, την οποία πλήρωσε όμως ακριβά, αφού το 70% και πλέον της γης της υποβαθμίστηκε σοβαρά από τη διάβρωση.
Όμως ας δούμε τι συμβαίνει στην άλλη άκρη του Ειρηνικού, στις ΗΠΑ, εκεί που οι αποφάσεις για το θέμα που συζητάμε, βασίστηκαν στις επιστημονικές κυρίως απόψεις και όχι σε ευκαιριακές σκοπιμότητες. Σε όλες τις Πολιτείες έχουν δημιουργηθεί «Υπηρεσίες Συντήρησης Εδάφους και Νερού» (Soiland Water Conservation Services). Όποιος ενδιαφέρεται, ας ανατρέξει στις σχετικές ιστοσελίδες τους, για να διαπιστώσει πόσο λάθος είναι ο διαχωρισμός της διαχείρισης του εδάφους από το νερό. Ως απόδειξη αυτού θα αναφέρω ελάχιστα από την οργάνωση του σχετικού φορέα της Πολιτείας της Νέας Υόρκης (αντίστοιχες εκθέσεις υπάρχουν για όλες τις Πολιτείες) (βλ. https://agriculture.ny.gov/soil-water-conservation-committee-2022-annual-report) για να αναδειχθεί πόσο ωφελεί η φιλοσοφία της από κοινού διαχείρισης του εδάφους και του νερού: Ως στρατηγικός στόχος του οργανισμού αυτού είναι η «Ολοκληρωμένη Διαχείριση των Φυσικών Πόρων» (ευρεία απόδοση του Comprehensive Natural Resources Management) με αντίστοιχα αντικείμενα και τμήματα Γεωργική περιβαλλοντική Διαχείριση, Διαχείριση βασιζόμενη στα οικοσυστήματα, Διαχείριση Έκτακτης Ανάγκης και Κοινοτική Ανθεκτικότητα, Διαχείριση Υδάτων καταιγίδων, Διαχείριση Λεκάνης Απορροής. Στην ετήσια δε έκθεση του 2022 ο οργανισμός αυτός της Πολιτείας της ΝΥ αναφέρει μεταξύ των άλλων ότι μέσω της κοινής διαχείρισης εδάφους και νερού επέτυχε να μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 112.200 τόνους, του αζώτου κατά 8.2 εκατ. τόνους, του φωσφόρου κατά 1.3 εκατ. τόνους και τα ιζήματα από διάβρωση κατά 124 εκατ. τόνους.
Από τα παραπάνω και όσα αναφέραμε σε προηγούμενα άρθρα, νομίζουμε ότι η αντιμετώπιση της ίδρυσης ενός φορέα κυρίως για επικοινωνιακούς λόγους που εξυπηρετεί τη συγκυρία των καταστροφικών πλημμυρών της Θεσσαλίας, είναι αποσπασματική και αναποτελεσματική. Ας γίνει λοιπόν η καταστροφή που βιώνει τώρα η Θεσσαλία αιτία να λαμβάνει η Πολιτεία σοβαρές αποφάσεις από τις οποίες εξαρτάται το μέλλον της. Μία τέτοια (καλή) αρχή θα ήταν η ίδρυση Φορέα Διαχείρισης Εδαφοϋδατικών Πόρων και όχι μόνο Υδατικών Πόρων.
*Ο Χρίστος Τσαντήλας είναι Γεωπόνος, δρ. Εδαφολογίας, Ερευνητής, πρ. Διευθυντής Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ (e-mail: christotsadilas@gmail.com).