Tο κυκλοκόνιο εμφανίζεται κυρίως στην πάνω επιφάνεια των φύλλων με τη μορφή χαρακτηριστικών στρογγυλών τεφροκαστανών κηλίδων που περιβάλλονται από καστανόμαυρες ζώνες. Σε περίπτωση έντονης προσβολής τα φύλλα κιτρινίζουν και πέφτουν, ενώ αποτέλεσμα της προσβολής των ποδίσκων των καρπών είναι η συρρίκνωση και η πτώση καρπών. Ο βροχερός και υγρός καιρός είναι ιδανικός για τις μολύνσεις. Συγκεκριμένα, η ένταση της ασθένειας επηρεάζεται από το ύψος και τον άνεμο, ημέρες βροχής και την πολύ υψηλή υγρασία, δηλαδή όταν διαβρέχεται το φύλλωμα μέσω δροσιάς ή ομίχλης. Επίσης, ο μύκητας αναπτύσσεται στους 16-20°C, με τις προσβολές να λαμβάνουν χώρα συνήθως την άνοιξη και το φθινόπωρο, ενώ τον χειμώνα όταν ο καιρός είναι ήπιος. Οι προσβολές είναι πιο έντονες σε ελαιώνες που βρίσκονται σε υγρές και κλειστές περιoχές, αλλά και σε ελαιώνες πυκνής φύτευσης.
Η ΦΥΜΑΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ ΚΑΙ ΠΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΤΑΙ
Η καρκίνωση- φυματίωση των ελαιοδέντρων είναι ένα βακτήριο που προκαλεί χαρακτηριστικούς όγκους κυρίως στα κλαδιά, στον κορμό και στις ρίζες. Πιο συγκεκριμένα, το παθογόνα είναι παράσιτο πρόσφατων πληγών που προκαλούνται από ραβδίσματα κατά τη συγκομιδή, το κλάδεμα, το χαλάζι, τον παγετό και τις ουλές από την πτώση των φύλλων. Για να αναπτυχθεί απαιτείται βροχερός και δροσερός καιρός και άνεμος.
Για την αντιμετώπιση της φυματίωσης, συνιστάται αρχικά αφαίρεση και καύση προσβεβλημένων κλάδων. Βέβαια, ο καθαρισμός των ελαιοδέντρων από τα μέρη που έχουν προσβληθεί καλό είναι να γίνεται κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και όχι κατά τη διάρκεια βροχερών και κυρίως υγρών περιόδων. Ακόμα, όταν ο καιρός είναι βροχερός και υγρός, προτείνεται να αποφεύγεται η συλλογή του ελαιοκάρπου με ράβδισμα, αλλά και το κλάδεμα, ιδιαίτερα σε ελαιώνες που έχουν προσβληθεί ή συνορεύουν με προσβεβλημένους.