Ελπίζουμε τώρα που φθινοπώριασε ο καιρός και θα πέσει ο υδράργυρος το φρούτο να ευνοηθεί».
Αυτά δηλώνει ο πρόεδρος της Ομάδας Παραγωγών Ακτινιδίου Πυργετού Δήμου Τεμπών, Θανάσης Βλάχος, και προσθέτει τα ακόλουθα: «Η συγκομιδή συνήθως ξεκινά αρχές Νοεμβρίου. Αυτήν τη στιγμή είναι σε εξέλιξη τα αραιώματα, ευτυχώς υπάρχουν διαθέσιμα εργατικά χέρια, ενώ επενδύουμε στις συνήθεις καλλιεργητικές πρακτικές που εφαρμόζουμε, χρόνια τώρα, ώστε να προωθήσουμε στην αγορά το ξακουστό ποιοτικό ακτινίδιο Πυργετού. Μόλις τα brix φτάσουν τα 6,8 με 7,5 θα αρχίσουμε να μαζεύουμε. Τα τελευταία χρόνια, μετά τις συνεχείς φυτεύσεις που έγιναν στην περιοχή, τα 44 μέλη της Ομάδας Παραγωγών καλλιεργούν περίπου 700 στρέμματα. Πέρυσι συγκομίσαμε περί τους 2.000 τόνους. Ευελπιστούμε τις ίδιες αποδόσεις να έχουμε και φέτος».
ΤΟ ΑΥΞΗΜΕΝΟ ΚΟΣΤΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΤΑ «ΜΑΥΡΑ ΣΥΝΝΕΦΑ» ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ
Μπορεί η Ομάδα Παραγωγών να διαθέτει από πέρυσι και να λειτουργεί δικό της ψυγείο- διαλογητήριο, εξέλιξη που ευνοεί την αποθήκευση και κατά συνέπεια τη διαπραγμάτευση με τους εμπόρους, ωστόσο η διεθνής αναταραχή που επικρατεί δεν αφήνει ανεπηρέαστο ούτε το εμπόριο του ακτινιδίου.
Σύμφωνα με τον Θανάση Βλάχο, «μπορεί η περσινή παραγωγή να προωθήθηκε, έστω και δύσκολα, ολόκληρη στην εγχώρια και διεθνή αγορά, ωστόσο τα οικονομικά μεγέθη που επικράτησαν δεν ήταν τα επιθυμητά. Όσοι παραγωγοί πούλησαν στους εμπόρους απευθείας, την περίοδο της συγκομιδής, πληρώθηκαν 1 με 1,10 ευρώ το κιλό.
Εμείς ως Ομάδα Παραγωγών θα κάνουμε την εκκαθάριση μέσα στον Σεπτέμβριο. Σίγουρα η αναστάτωση που επικρατεί στη διεθνή αγορά μάς ανησυχεί».
Όπως είναι φυσικό, ο Πυργετινός συνεταιριστής αναφέρεται και στον βραχνά του αυξημένου κόστους παραγωγής: «Τα έξοδά μας έχουνε διπλασιαστεί (λιπάσματα, ρεύμα, κ.ά.). Ευτυχώς δεν χρειάζεται να αναζητούμε νερό, αφού ποτίζουμε απευθείας από τον Πηνειό ποταμό. Το νερό μάλιστα που αντλούμε ευνοεί την ομαλή εξέλιξη του ακτινιδίου.
Προσθέτουμε και εμείς τη δική μας κραυγή προς την Πολιτεία για την αναγκαιότητα ενίσχυσης, με συγκεκριμένα στοχευμένα μέτρα, συνεταιρισμών και παραγωγών».