Μετά τις εξαγγελίες της Κυβέρνησης, μια σειρά από δημοσιεύματα στον αστικό Τύπο καταγράφουν το αυξημένο ενδιαφέρον ελληνικών και ξένων κατασκευαστικών και τραπεζικών ομίλων, αλλά και την κινητικότητα ξένων πρεσβειών, όπως της Γαλλίας.
Και δεν θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά από τη στιγμή που η κερδοφορία για τα μονοπώλια που θα εμπλακούν είναι εγγυημένη και τεράστια. Με βάση τα όσα έχει ανακοινώσει η Κυβέρνηση, ο συνολικός τζίρος των εταιρειών από τα συγκεκριμένα έργα θα ξεπεράσει τα 4 δισ. ευρώ (1,6 δισ. ευρώ για κατασκευή και 2,4 δισ. ευρώ για λειτουργία 25 ετών), δηλαδή 160 εκατομμύρια ανά έτος. Το πρόγραμμα θα πραγματοποιηθεί μέσω Συμπράξεων Δημόσιου - Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), ενώ η χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης προβλέπεται ότι θα ξεπεράσει τα 200 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία και θα ξεκοκαλίσουν οι κατασκευαστές και οι τράπεζες που θα εμπλακούν.
Αν λάβει κανείς υπόψη ότι η συνολική καλλιεργούμενη έκταση που πρόκειται να καλυφθεί είναι περίπου 1,35 εκατ. στρέμματα και κάνει απλούς υπολογισμούς, πολύ εύκολα οδηγείται στο συμπέρασμα ότι το ετήσιο κόστος λειτουργίας/άρδευσης φτάνει τα 120 ευρώ ανά στρέμμα καλλιέργειας, δηλαδή ένα τεράστιο βάρος που πρόκειται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να το φορτωθούν οι βιοπαλαιστές αγρότες ή και τα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν θα επιβαρυνθούν άμεσα οι αγρότες περισσότερο απ’ ό,τι επιβαρύνονται μέχρι σήμερα από τους Οργανισμούς Εγγείων Βελτιώσεων (ΟΕΒ, ΤΟΕΒ κ.λπ.), αλλά οι ιδιώτες θα πληρώνονται μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Άρα, αυτό που εγγυάται το Πρόγραμμα «Υδωρ 2.0» είναι ένα πάρτι κερδοφορίας για τα μονοπώλια στο έδαφος ενός τεράστιου χαρατσώματος στις πλάτες του λαού.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, που σήμερα έχει ανέβει στα κάγκελα και ξιφουλκεί εναντίον των ΣΔΙΤ, υποκρίνεται και προσπαθεί να θολώσει τα νερά για να ξεχαστούν τα δικά του «έργα και ημέρες», που ως Κυβέρνηση προώθησε μια σειρά από ανάλογες συμπράξεις αξιοποιώντας τες ως όχημα για την παραπέρα εμπορευματοποίηση τομέων όπως η Υγεία, η Παιδεία, η διαχείριση των σκουπιδιών κ.λπ. Η λειτουργία της οικονομίας με κριτήριο το καπιταλιστικό κέρδος και ο σχεδιασμός της κρατικής πολιτικής σύμφωνα με τις ανάγκες ενίσχυσης της κερδοφορίας υπονομεύουν τις δυνατότητες του σχεδίου για την ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας. Για το κεφάλαιο και το κράτος τα σχετικά έργα, όπως και κάθε έργο, αποτιμώνται από το κέρδος που μπορούν να αποδώσουν στο πλαίσιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Επομένως και μετά τη λειτουργία των παραπάνω έργων οι τιμές των αγροτικών προϊόντων στον παραγωγό αγρότη θα συμπιέζονται προς τα κάτω, ακόμη και κάτω του κόστους ώστε να κερδοφορούν τα μονοπώλια, θα συνεχίζονται η φοροεπιδρομή του κράτους, οι εκβιασμοί των εμποροβιομήχανων, ως επακόλουθα του καπιταλιστικού δρόμου. Η πραγματική διέξοδος για τον λαό μας βρίσκεται στον αντίποδα της κερδοφορίας και του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, σε μια διαφορετική κοινωνική οργάνωση που με κεντρικό σχεδιασμό και κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής θα εξασφαλίζει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων με γνώμονα τις κοινωνικές ανάγκες και την προστασία του περιβάλλοντος».