κυβερνητικός εκπρόσωπος. Ο κ. Οικονόμου είναι γεωπόνος και βουλευτής Φθιώτιδας, επομένως έχει κάποια σχέση με τη γεωργία και την καταλαβαίνει. Είναι αυτός που άρχισε να μιλά για Εθνική Αγροτική Πολιτική άσχετα αν μέχρι τώρα δεν εξειδίκευσε τι εννοεί. Θα γκρινιάξω πάλι γιατί όλοι μιλούν για αναβάθμιση λες και το ΥΠΑΑΤ είναι καταδίκη για τους πολιτικούς. Και θα επαναλάβω το πρόβλημα του πολιτικού συστήματος που ο κάθε νέος Υπουργός καταργεί ό,τι έκανε ο προηγούμενος για να κάνει ένα νέο μεγαλεπήβολο πρόγραμμα που ποτέ δεν θα μάθουμε πόσο καλό ήταν γιατί δεν θα προλάβει να εφαρμοστεί. Είναι η αλάνθαστη συνταγή να μη γίνεται τίποτα που είναι αποτέλεσμα της έλλειψης μακροχρόνιου προγραμματισμού και συνεχούς αξιολόγησης των προγραμμάτων που θα μας οδηγούσε σε ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα. Η συζήτηση παραμένει πάντα στις επιδοτήσεις. Και η ζωή συνεχίζεται.
Έγραψα ήδη τρία κείμενα σχολιάζοντας τη διαβούλευση για τη νέα ΚΑΠ. Παρακολουθώντας τη συνέχεια της διαβούλευσης διατηρώ τη γνώμη ότι με γενικότητες δεν γίνεται διαβούλευση. Η διαβούλευση απαιτεί την προβολή προγράμματος με συγκεκριμένα μέτρα πάνω στα οποία θα γίνει η διαβούλευση.
Στην εμφάνιση των Υπουργών του ΥΠΑΑΤ στην Κομοτηνή άρχισαν να εξειδικεύονται κάπως τα μέτρα. Ο Υπουργός φάνηκε ιδιαίτερα ευχαριστημένος που καταργούνται τα ιστορικά δικαιώματα και οι επιδοτήσεις θα είναι ίδιες για όλους που καλλιεργούν τη γη. Αυτό θα καταργήσει προνομιακή μεταχείριση μερίδας παραγωγών με ιστορικά δικαιώματα για να υπάρξει ισότητα. Μήπως όμως καταργηθεί σταδιακά και η διαφορά επιδοτήσεων ανάμεσα στα παλαιά και νέα μέλη της Ε.Ε. κάτι που θα μας μειώσει τις επιδοτήσεις; Αυτό δεν αναφέρθηκε πουθενά. Μάλλον θα το δούμε στο μέλλον.
Αυτό που προβλήθηκε από τον Υπουργό είναι η ενίσχυση των μικρών καλλιεργητών με μεταφορά κάποιων επί πλέον επιδοτήσεων από παραγωγούς με μεγάλες επιδοτήσεις. Ένας παραγωγός με αροτριαίες καλλιέργειες 50 στρεμμάτων στον Έβρο θα πάρει επί πλέον επιδότηση 875 ευρώ. Μια άλλη με καπνό θα πάρει 585 ευρώ παραπάνω. Υποθέτω από τη νέα μέση τιμή επιδότησης ανά στρέμμα. Παίρνω την καλύτερη περίπτωση από τα παραδείγματα. Αν ο παραγωγός καλλιεργεί ξηρικές καλλιέργειες θα εισπράξει 3.000 ευρώ από την πώληση του σιταριού (αν αφαιρέσουμε το κόστος αμφιβάλλω αν του μείνουν 1000), θα πάρει και επιδότηση άλλες 2.500 ευρώ συν τα 875 ευρώ μας κάνουν 4.375 ευρώ. Μάλλον δεν ζει με αυτά. Αν έχει ποτιστικές καλλιέργειες (καλαμπόκι, βαμβάκι, ηλίανθο), η κατάσταση ίσως είναι λίγο καλύτερη, αλλά πάλι μη βιώσιμη. Ένα πρόβλημα αυτής της χώρας είναι η έννοια του μικρού και μεσαίου. Η συζήτηση της ενίσχυσής τους εμφανίζεται με μεγάλα γράμματα στον Τύπο. Μόνο που έχουμε λάθος ορισμούς. Οι μικρές και μεσαίες πρέπει να είναι βιώσιμες και ανταγωνιστικές επιχειρήσεις που θα ενισχυθούν και θα αποδώσουν για την Εθνική οικονομία. Μια επιχείρηση με 2-3 άτομα προσωπικό δεν είναι βιώσιμη. Όσες ενισχύσεις και αν δώσουμε δεν θα μπορέσει να παράγει ανταγωνιστικά προϊόντα ή υπηρεσίες και ούτε κουβέντα για εξαγωγές. Πρέπει να βρούμε τρόπο να τις μεγαλώσουμε με συγχωνεύσεις ή άλλες μεθόδους. Κάτι ανάλογο ισχύει στη γεωργία. Μόνο που στη γεωργία η μικρή επιχείρηση μπορεί να γίνει βιώσιμη. Εάν βοηθήσουμε τον παραγωγό των 50-100 στρεμμάτων να πάει σε καλλιέργειες υψηλής αξίας και εντάσεως εργασίας (που μεγάλο μέρος προσφέρει η οικογένεια), τότε θα είναι βιώσιμος και μάλιστα θα αποκτήσει σημαντικό εισόδημα που θα προσελκύσει νέους να ασχοληθούν με τη γεωργία. Φοβάμαι όμως ότι πάλι οδηγούμαστε σε μια συζήτηση για επιδοτήσεις-ψίχουλα (φαντάζομαι θα δώσουν και τον ειδικό φόρο κατανάλωσης στο πετρέλαιο άλλα 3-4 ευρώ/στρέμμα) και το σύστημα προσέλκυσης ψήφων θα πάει καλά. Για τη χώρα ας μην το συζητάμε. Τι θα γίνει με τις επί πλέον επιδοτήσεις του Υπουργού; Ό,τι έγινε στη δεκαετία του 1980. Η τότε Κυβέρνηση είχε τη φαεινή ιδέα να δώσει επί πλέον επιδότηση σε παραγωγούς βαμβακιού κάτω των 25 στρεμμάτων. Για να επωφεληθούν από αυτό οι περισσότεροι παραγωγοί μοίρασαν την καλλιέργεια βαμβακιού σε παππούδες, γιαγιάδες και όποιον άλλον εύρισκαν. Για αρκετό διάστημα ήταν όλοι με χαρτιά στα χέρια να κάνουν τις δηλώσεις κάτω των 25 στρεμμάτων. Θα επαναληφθεί η ιστορία;
Ένα αντίστοιχο επιχείρημα είναι η αύξηση των επιδοτήσεων για νέους αγρότες. Το συνολικό ποσό θα πάει από 2 στο 3% του συνόλου των επιδοτήσεων. Δηλαδή θα αυξηθούν οι επιδοτούμενοι νέοι αγρότες ή θα αυξηθούν τα ποσά ανά επιδοτούμενο. Πιστεύει η ηγεσία του ΥΠΑΑΤ ότι οι επιδοτήσεις είναι αυτές που προσελκύουν νέους στη γεωργία; Ποιος νέος στη Θεσσαλία θα γίνει αγρότης όταν ακούει γύρω του κάθε χρόνο να στερεύουν οι γεωτρήσεις και κανείς να μην κάνει κάτι για να λυθεί το πρόβλημα με επιφανειακά νερά; Πώς να αποφασίσει όταν βλέπει ότι καλλιέργειες, όπως το βαμβάκι, στηρίζονται μόνο σε συνδεδεμένες επί πλέον επιδοτήσεις που κανείς δεν ξέρει για πόσο ακόμη θα υπάρχουν; Μήπως αντί να προβάλλουμε λίγο μεγαλύτερες επιδοτήσεις δημιουργούσαμε ένα μοντέλο γεωργικής επιχείρησης με οπωροκηπευτικά που θα εξασφάλιζε με τα 50-100 στρέμματα εισόδημα 20-30.000 ευρώ/χρόνο (πολύ μεγαλύτερο από τα 10.000 ευρώ/χρόνο ενός εργαζόμενου των 600 ευρώ/μήνα στην πόλη) θα προσείλκυε νέους αγρότες; Μήπως αυτό έπρεπε να προτείνει ο Υπουργός; Αλλά θα συνεχίσω.