Δεν γνωρίζω αν αυτό είναι σωστό. Πάντως εγώ γνωρίζω ότι ακόμη ο κρεοπώλης πουλάει ελληνικό κρέας που τουλάχιστον για το μοσχάρι είναι βέβαιο ότι είναι εισαγωγής. Είναι προφανές ότι μια αύξηση τιμών ευνοεί τους κτηνοτρόφους. Μόνο που αυτή είναι η μισή ιστορία. Βρέθηκα πριν λίγες μέρες με ανθρώπους του κυκλώματος παραγωγής ζωοτροφών και κτηνοτρόφων όπου έμαθα ότι μαζί με τις τιμές του γάλακτος ανέβηκαν και οι τιμές των ζωοτροφών. Πραγματικά το καλαμπόκι από 150 ευρώ/τόνος έφτασε τα 230-250 ευρώ/τόνος. Η σόγια ανέβηκε κατά 50 ευρώ/τόνος και τα πίτυρα που είναι δυσεύρετα στην αγορά από 120 έφτασαν τα 180 ευρώ/τόνος. Μηδική δεν υπάρχει στην αγορά και ακούγονται τιμές στα 25 λεπτά το κιλό από 12-15 συνήθως. Οι τιμές του καλαμποκιού και της σόγιας ανέβηκαν μαζί με τις διεθνείς, ενώ για τα πίτυρα φταίει ο ιός με το κλείσιμο της εστίασης, που μείωσε την κατανάλωση αλεύρων και την παραγωγή των μύλων της χώρας.
Αποτέλεσμα των πιο πάνω είναι οι κτηνοτρόφοι να βρίσκονται σε δύσκολη θέση, καθώς η αύξηση του κόστους διατροφής αντισταθμίζει τις αυξήσεις των τιμών του γάλακτος. Ένα ερώτημα που τίθεται είναι αν υπάρχει δυνατότητα μείωσης του κόστους διατροφής με υποκατάσταση κάποιων από τις τροφές με άλλες. Υπάρχουν τέτοιες δυνατότητες; Μπορώ να πω ότι λίγο πριν συνταξιοδοτηθώ στο εργαστήριο εκτελούσαμε δύο σχετικά προγράμματα. Το ένα μελετούσε τη δυνατότητα παραγωγής μεγάλων ποσοτήτων βιομάζας με διπλές καλλιέργειες τον χρόνο, μία χειμερινή και μία εαρινή. Συμμετείχαν το πρώην ΤΕΙ, το ΚΑΠΕ. Οι χειμερινές ήταν μείγματα ψυχανθών και δημητριακών (βίκος- βρώμη, κτηνοτροφικό μπιζέλι-τριτικαλ, κ.λπ.) και οι εαρινές καλαμπόκι, σόργο, σόγια. Είχαμε ιδιαίτερα καλά αποτελέσματα τόσο από πλευράς παραγωγής, όσο και από πλευράς βελτίωσης της γονιμότητας του εδάφους, καθώς τα τέσσερα χρόνια αυξήθηκε η οργανική ουσία από 1,5 στο 2,5%. Ένα δεύτερο πρόγραμμα που εκτελέσαμε με το Τμήμα Ζωικής Παραγωγής του τότε ΤΕΙ (με το Εργαστήρι Γενετικής του ΑΠΘ και τη ΒΙΟΣ) μελέτησε τη δυνατότητα υποκατάστασης της σόγιας με τοπικά παραγόμενα ψυχανθή. Και αυτή η δυνατότητα απεδείχθη στην πράξη σε διατροφή προβάτων. Αν αυτά τα συνδυάσω με έρευνα που κάναμε στο ΤΕΙ το 1990 για ενσίρωση ζωοτροφών σε μεγάλα κυλινδρικά δέματα, τότε έχουμε μια δυνατή λύση του θέματος της μείωσης του κόστους διατροφής με ενσιρωμένες ζωοτροφές από ενδιάμεσες χειμερινές καλλιέργειες ανάμεσα σε δύο εαρινές που θα έδιναν σημαντικά πλεονεκτήματα τόσο στους κτηνοτρόφους (μείωση κόστους διατροφής), όσο και στους αγρότες με αύξηση του εισοδήματος, μείωση του κόστους αζωτούχου λίπανσης και βελτίωση των εδαφών τους με την αύξηση της οργανικής ουσίας. Ας προσθέσω και την προστασία των εδαφών από τη διάβρωση. Όταν έγραφα αυτό το κείμενο διάβασα στην Agrenda ένα σχετικό άρθρο («Από τις ζωοτροφές ξεκινά το πλάνο των επενδύσεων στην αιγοπροβατοτροφία») για έρευνα που έγινε από το Εργαστήριο Γενετικής του Π.Θ., το Εθιάγε, την «Όλυμπος» και τη Θεσγη που έδειξε τη δυνατότητα υποκατάστασης εισαγόμενης σόγιας με τοπικά παραγόμενη και με άλλους σπόρους ψυχανθών.
Φυσικά τίθεται το ερώτημα γιατί τα ερευνητικά αποτελέσματα που χρηματοδοτήθηκαν από τους Έλληνες φορολογούμενους δεν κατέληξαν στους τελικούς χρήστες αγρότες (γεωργούς και κτηνοτρόφους) και έμειναν σε κάποιες δημοσιεύσεις που κάλυψαν τις υποχρεώσεις μας για τα προγράμματα. Βέβαια τα προγράμματα προέβλεπαν δράσεις διάδοσης των αποτελεσμάτων με δημοσιεύσεις σε αγροτικά έντυπα ή τοπικό Τύπο, παρουσιάσεις σε τοπικά ΜΜΕ, αλλά αυτό προφανώς δεν είναι αρκετό. Προφανώς χρειάζεται ένας μηχανισμός επίδειξης και διάδοσης των αποτελεσμάτων. Κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να υπάρχει ένας μηχανισμός εφαρμογής των αποτελεσμάτων, π.χ. να συνεργαστούν οι ερευνητές με ορισμένες κτηνοτροφικές μονάδες όπου θα εφαρμοστούν τα αποτελέσματα ώστε να αποδειχτούν σε συνθήκες εφαρμογής. Παράλληλα ένα σύστημα γεωργικών εφαρμογών θα ενημέρωνε τους αγρότες και θα οργάνωνε επιτόπιες επισκέψεις που θα έβλεπαν με τα μάτια τους την εφαρμογή και θα πείθονταν να την εφαρμόσουν. Σημειώνω κάτι που είναι παγκόσμια γνωστό. Οι αγρότες αποδέχονται και εφαρμόζουν νέες τεχνικές όταν τις δουν μόνοι τους να εφαρμόζονται. Θα μπορούσαν οι ίδιοι αγρότες ή οι οργανώσεις τους να κάνουν κάτι; Φυσικά αν αποφάσιζαν να οργανωθούν και να προοδεύσουν. Και εδώ βρίσκεται ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης που βαρύνει του αγρότες που αρνούνται να συνεργαστούν, αρνούνται γενικά να εκπαιδευτούν και να αποδεχτούν τις νέες ιδέες και τεχνικές της καλλιέργειας και της εκτροφής των ζώων που θα τους έλυναν προβλήματα και θα ενίσχυαν την ανταγωνιστικότητά τους.
Βέβαια από ό,τι μαθαίνω η ανάγκη δημιουργεί μεγαλύτερες κτηνοτροφικές μονάδες με αρκετό αριθμό ζώων για να στηρίξουν εκμηχάνιση εργασιών, αλλά και βελτιώσεις στο ζωικό κεφάλαιο και στη διατροφή του. Έχουμε όμως ακόμα μακρύ δρόμο για να γίνουμε πραγματικά ανταγωνιστικοί και να στηρίξουμε μια εξωστρεφή ζωική παραγωγή που θα στηρίξει τις εξαγωγές φέτας που τόσο επαινούμε, αλλά δεν βοηθάμε στην αύξηση της παραγωγής της.
Γράφει ο Φάνης Γέμτος,
γεωπόνος, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας