(Σημ.: Τα πιο διαδεδοµένα συστήµατα ενοικίασης της γης ήταν το µισακάρικο και το τριτάρικο: στο πρώτο, µετά την αφαίρεση του φόρου, το προϊόν που αποµένει µοιράζεται στα δύο, ο «ιδιοκτήτης» παρέχει τον σπόρο, ενώ ο καλλιεργητής επιβαρύνεται µε τα έξοδα της παραγωγής (έξοδα θερισµού, πληρωµές προς τους κοινοτικούς άρχοντες κ.λπ.) στο δεύτερο, στο τριτάρικο σύστηµα και πάλι µετά την αφαίρεση του φόρου ο καλλιεργητής παίρνει τα 2/3 του καρπού, αλλά τώρα τον σπόρο τον παρέχει ο ίδιος, ενώ ο ιδιοκτήτης είναι απαλλαγµένος από κάθε έξοδο.)
Ειδική εκτεταμένη αναφορά στο ‘’αγροτικό ζήτημα’’ της χώρας και μάλιστα από τον καιρό πριν ακόμη από την Επανάσταση του 1821 μέχρι και την περίοδο του Μεσοπολέμου, με ιδιαίτερες επισημάνσεις στη Θεσσαλία, έκανε η Αλέκα Παπαρήγα παρουσιάζοντας στη Λάρισα το ‘’Δοκίμιο Ιστορίας’’ του ΚΚΕ.
Μαζί με τα κύρια θέματα ιστορικής ανάλυσης του ΚΚΕ για την μπολσεβίκικη επανάσταση, την ίδρυση του κόμματος, την κρίσιμη δεκαετία 1940-50, η υπόθεση της κατοχής και εκμετάλλευσης της γης αποτέλεσε ιδιαίτερο κομμάτι έρευνας, με την πρώην γ.γ. του κόμματος και νυν μέλος της Κεντρικής του Επιτροπής να επισημαίνει μεταξύ άλλων:
Η επανάσταση του 1821, για την οποία ήδη έχουν ξεκινήσει από την αστική πλευρά εκδηλώσεις για τη συμπλήρωση 200 χρόνων το 2021, δεν ήταν μόνο εθνικοαπελευθερωτική κατά της Οθωμανικής κατοχής, αλλά ταυτόχρονα ήταν και αστική επανάσταση. Δεν απέβλεπε μόνο στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, αλλά και την υπερνίκηση των φεουδαρχικών σχέσεων υπέρ των αστικών, στην ίδρυση και εδραίωση του αστικού εθνικού κράτους. Θα δείτε γιατί οι κοινωνικές δυνάμεις που ηγήθηκαν της επανάστασης, προεστοί, γαιοκτήμονες, έμποροι, πλοιοκτήτες, αλλά και αρματολοί ενώνονταν στον στόχο της απελευθέρωσης, αλλά ταυτόχρονα είχαν μεταξύ τους ιδιαίτερα ταξικά συμφέροντα, με αποτέλεσμα κατά τη διάρκεια της επανάστασης να συγκρούονται μεταξύ τους και με τα όπλα. Θα δείτε ότι οι αντιθέσεις τους συνεχίστηκαν και μετά την αναγνώριση του – αρχικά, πολύ περιορισμένου γεωγραφικά ανεξάρτητου ελληνικού κράτους- με αποκορύφωμα τη δολοφονία του πρώτου κυβερνήτη Καποδίστρια.
Ειδικά στην περιοχή της Θεσσαλίας, που αποτέλεσε διαχρονικά και σήμερα μια σημαντική κοιτίδα ανάπτυξης των αγροτικών αγώνων, προέκυψε ένα πολύ σύνθετο ζήτημα που είχε να αντιμετωπίσει το κόμμα από την ίδρυσή του και σε μια περίοδο που η μαρξιστική σκέψη στην Ελλάδα δεν είχε διαδοθεί. Η προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα έγινε το 1881. Στη Θεσσαλία το ζήτημα της γης είχε ορισμένες διαφορές από τις σχέσεις ιδιοκτησίας της γης που ίσχυαν στο νεοσύστατο αστικό ελληνικό κράτος το 1830, δηλαδή στην Πελοπόννησο, τη Στερεά και την Εύβοια. Στο νέο ελληνικό κράτος καταργήθηκε το οθωμανικό δίκαιο, το οποίο καθιέρωνε ότι η γη ανήκε στον Θεό και τη διαχειριζόταν ο εκπρόσωπός του ο σουλτάνος. Καθιερώθηκε νέο Δίκαιο για τα εδάφη που ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πριν, είτε σε μουσουλμανικά οθωμανικά ιδρύματα ή σε ιδιώτες Οθωμανούς. Όλα αυτά μετατρέπονταν σε ελληνική κρατική ιδιοκτησία, ονομάστηκαν «εθνικές γαίες». Το κράτος εκμίσθωνε την κρατική γη στους χωρικούς βάζοντας όμως τεράστια φορολογικά βάρη, φορτώνοντάς τους με χρέη. Η χρήση που ανήκε σε Έλληνες γαιοκτήμονες πριν την επανάσταση αναγνωρίστηκε ως πλήρης ιδιοκτησία, εφόσον τους είχαν παραχωρηθεί με οθωμανικούς τίτλους, ενώ η γη που ανήκε στην Εκκλησία λογιζόταν μόνο ως κατοχή. Ένα μέρος της γης που είχε καταπατηθεί παράνομα αναγνωρίστηκε, επίσης αναγνωρίστηκαν οι καταπατήσεις δημόσιων, κοινοτικών και εκκλησιαστικών ιδιοκτησιών. Ένα μέρος περιουσιών που οι Οθωμανοί δεν τα παρέδωσαν στο νέο κράτος, πουλήθηκε σε πλούσιους Έλληνες του εξωτερικού. Δημιουργήθηκαν έτσι μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις που όμως αντιπροσώπευαν μόνο το 5% του συνόλου, οι ιδιοκτήτες έδιωχναν τους καλλιεργητές, που αποκλήθηκαν κολλήγοι, από τα σπίτια τους, αν δεν συμμορφώνονταν με τις απαιτήσεις τους.
Το 1830 το νέο κράτος έδινε το δικαίωμα απόκτησης γης, βάζοντας ανώτατο όριο μεγέθους, ώστε να μη δημιουργούνταν μεγάλες αγροτικές ιδιοκτησίες. Το μισό σχεδόν των καλλιεργούμενων εδαφών ήταν κρατική ιδιοκτησία και τα υπόλοιπα μικρή ιδιοκτησία, ενώ από την πλευρά των καλλιεργητών δεν υπήρχαν αιτήματα για την απαλλοτρίωση της μεγάλης ιδιωτικής και εκκλησιαστικής περιουσίας παρέμεναν όλο τον 19ο αιώνα ένας παθητικός λαϊκός παράγοντας.
Το 1871, δηλαδή δέκα χρόνια πριν την προσάρτηση της Θεσσαλίας, έγινε διανομή της γης προς χωρικούς, όμως οι έμποροι και επιχειρηματίες με πλαστά χαρτιά κατάφεραν να ξεπεράσουν το όριο που έμπαινε για το μη μεγάλωμα της ιδιοκτησίας, με αποτέλεσμα από τη μια μεριά να αυξάνονται οι μικροϊδιοκτήτες, από την άλλη να συγκεντρώνεται η γη και μάλιστα η καλής ποιότητας σε χέρια γαιοκτημόνων και επιχειρηματιών που άνοιξαν τη δράση τους σε νέα πεδία κερδοφορίας π.χ. αγόραζαν μετοχές, δάνειζαν ως τοκογλύφοι, έγιναν έμποροι. Νοίκιαζαν τμήματα της γης τους στους αγρότες ή προσλάμβαναν αγρότες ως εργάτες της. Το αστικό κράτος συνέχιζε να υπόσχεται ότι τις μισές εκτάσεις θα τις παραχωρήσει ως ιδιοκτησία με αντάλλαγμα την προσωπική εργασία των αγροτών. Έτσι κυριάρχησαν δύο τάσεις και η ενίσχυση των μικρών καλλιεργητών και η ενίσχυση του πλουτισμού των εμπόρων και βιοτεχνών.
Στη νεοπροσαρτημένη Θεσσαλία διαφοροποιήθηκε η πολιτική γης. Οι αποχωρούντες Τούρκοι έδωσαν τίτλους γης σε Έλληνες χρηματιστές της διασποράς, με αποτέλεσμα να κυριαρχούν τα τσιφλίκια στα πεδινά μέρη, τα οποία, μάλιστα, αποτελούσαν το 54-64% των καλλιεργημένων εκτάσεων, ενώ στα ορεινά μέρη κυριαρχούσαν οι μικροκαλλιεργητές. Οι κολλήγοι δούλευαν στα τσιφλίκια είτε με το δικαίωμα της χρήσης γης και με την υποχρέωση να παραδίνουν το 1/3 ή το 1/2 της παραγωγής στον ιδιοκτήτη, είτε ως μισθωτοί εργάτες με χρονιάτικα συμβόλαια. Οι τσιφλικάδες στη βάση του βυζαντινού και ρωμαϊκού αστικού δικαίου κατήργησαν τα δικαιώματα των καλλιεργητών να έχουν σπίτια, λαχανόκηπους, να χρησιμοποιούν βοσκοτόπους με αποτέλεσμα ένα μέρος των κολλήγων να καταστρέφονται ή να αναγκάζονται να νοικιάζουν προσωρινά γη. Έχει υπολογισθεί ότι από τα 680 τσιφλίκια της Θεσσαλίας τα 380 ανήκαν σε μόνιμους κατοίκους του εξωτερικού, ενώ τα εισοδήματα από την αγροτική παραγωγή μεταφέρονταν στο εξωτερικό. Με βάση τον διαχωρισμό που έκανε ο Μαρξ ανάμεσα στην τσιφλικάδικη φεουδαρχική οικονομία και στο λεγόμενο μεσακάρικο σύστημα βγαίνει το συμπέρασμα ότι το μεσακάρικο σύστημα της Θεσσαλίας ήταν αρχικά μεταβατική μορφή προς τις καπιταλιστικές σχέσεις, άρα το ελληνικό τσιφλίκι δεν συνιστούσε φεουδαρχική σχέση, όπως τη χαρακτήρισαν κομμουνιστές ιστορικοί και το ίδιο το κόμμα.
Οι αγροτικές κινητοποιήσεις στην Ελλάδα αναπτύχθηκαν κυρίως την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, ανεξάρτητα από τη σύνθεση στη συμμετοχή τους και τις ανεβασμένες μαχητικές μορφές πάλης, το ιδεολογικό τους πλαίσιο, η τακτική τους καθορίστηκε από εκπροσώπους της αστικής τάξης και αστούς διανοούμενους που συνειδητοποιούσαν τις προϋποθέσεις ανάπτυξης, επικράτησης των καπιταλιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή. Η δυναμική και ο ηρωισμός των αγώνων καθορίστηκε και από τη συμμετοχή των φτωχών αγροτών με συνθήματα για ελευθερία και απαλλοτρίωση, με αποκορύφωμα το γνωστό μας Κιλελέρ που δίκαια τιμάμε κάθε χρονιά.
Αποτέλεσμα και των παραπάνω αγώνων ήταν η βενιζελική νομοθεσία ίδρυσης των γεωργικών συνεταιρισμών, το 1914, με την παροχή γης στους ακτήμονες. Οι αστοί πολιτικοί τόσο της συντήρησης όσο και του λεγόμενου κεντρώου χώρου ως σήμερα υμνούν τον Βενιζέλο για τον νόμο των συνεταιρισμών ως απόδειξη φιλοαγροτικής πολιτικής. Στην πραγματικότητα ο νόμος υπηρετούσε την ανάπτυξη της παραγωγικότητας και εμπορευματοποίησης της γεωργικής παραγωγής, τη στήριξη της βιομηχανίας λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνονταν και ένας άλλος στόχος του συστήματος, η ανάδειξη εμπόρων στα συνδικαλιστικά συνεταιριστικά όργανα σε βάρος της φτωχής αγροτιάς.
Ζ.