Θα πρέπει αρχικά να συμφωνήσουμε ότι το νερό είναι αυτό που διατηρεί τη σημερινή παραγωγική γεωργία που έχουμε σε αυτή τη χώρα. Παρ’ όλο που πρέπει να δεχτούμε ότι το επίπεδο αυτό δεν είναι ικανοποιητικό συγκρίνοντάς το με χώρες όπως το Ισραήλ ή η Ολλανδία. Σημειώνω -κάτι που έχω ξαναγράψει- ότι ο κύκλος εργασιών είναι για τη Θεσσαλία 300 ευρώ/στρέμμα όταν για το Ισραήλ είναι 1.200 και για την Ολλανδία 1.800 ευρώ/στρέμμα. Το νερό είναι επίσης αυτό που θα στηρίξει κάθε προσπάθεια ανάπτυξης της χώρας που σχετίζεται με τη γεωργία μας. Δεν είναι απλώς οι αρδευόμενες καλλιέργειες αυτές που δίνουν μεγαλύτερες αποδόσεις και πολύ μεγαλύτερης αξίας, αλλά και οι ξηρικές καλλιέργειες όταν αρδευτούν δίνουν τεράστιες αυξήσεις στη παραγωγή. Πολλοί αναγνώστες θα θυμούνται πειράματα στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (πρώην ΤΕΙ) που έδωσαν αποδόσεις 600 κιλών σκληρού σίτου το στρέμμα με άρδευση όταν τα τεμάχια που δεν ποτίστηκαν έδωσαν 400 κιλά το στρέμμα. Επομένως το νερό είναι αναγκαίο αγαθό αν θέλουμε να έχουμε μια παραγωγική γεωργία και αν θέλουμε να καλύψουμε τις διατροφικές και άλλες ανάγκες ενός συνεχώς αυξανόμενου πληθυσμού που αποζητά συνεχώς καλύτερες και υγιεινότερες συνθήκες διατροφής και διαβίωσης.
Η χώρα μας και η Θεσσαλία ειδικότερα έχει ένα μεγάλο έλλειμμα νερού. Το νερό που πέφτει στη Θεσσαλία σε υψόμετρο πάνω από 200 μέτρα σε μορφή βροχής, χιονιού κ.λπ. κάθε χρόνο εκτιμάται στα 1,1 περίπου δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα όταν η σημερινή κατανάλωση είναι 1,2 δισεκατομμύρια. Επομένως ακόμα και αν συγκρατήσουμε και αποθηκεύσουμε όλο το νερό των γύρω από την πεδιάδα ορεινών όγκων το νερό δεν επαρκεί για τη σημερινή γεωργία πολύ περισσότερο για μια παραγωγικότερη γεωργία που πρέπει να αναπτύξουμε. Τι κάνουμε σήμερα; Ληστεύουμε τους υπόγειους υδροφορείς, δηλαδή συγκεντρώσεις νερού σε υπόγεια στρώματα που έχουν αποθηκευθεί εκεί για πολλές χιλιάδες χρόνια και εμείς σήμερα αντλούμε πέραν των ορίων αναπλήρωσης που έχουν. Ήδη τα σχέδια διαχείρισης υδάτων της Θεσσαλίας εκτιμούν ότι έχουμε υπεραντλήσει μέχρι σήμερα (ουσιαστικά από το 1970 που άρχισε το πρόγραμμα ανάπτυξης υπογείων υδάτων Θεσσαλίας το γνωστό στους παλαιότερους ΠΑΥΘ) πάνω από 3 δισεκατομμύρια κ.μ. νερού που πρέπει να βρούμε τρόπο να επιστρέψουμε για να διατηρηθούν τα αποθέματα για τα παιδιά μας. Η άντληση των υπόγειων υδάτων δεν έχει απλώς επίπτωση στην εξάντληση αποθεμάτων, αλλά δημιουργεί κινδύνους εισόδου θαλασσινού νερού στους υπόγειους υδροφορείς που θα κάνει τα νερά υφάλμυρα και θα προκαλέσει καταστροφή των εδαφών που ποτίζονται από αυτά. Ήδη αυτό το φαινόμενο έχει αρχίσει σε περιοχές όπως το Δέλτα του Πηνειού και στις περιοχές κοντά στο Μαυροβούνι που ένα μέτωπο θαλασσινού νερού προχωρεί προς το εσωτερικό. Ελπίζουμε η λειτουργία της Κάρλας να συμβάλει στο περιορισμό των αντλήσεων στην περιοχή και στην ανάσχεση του φαινομένου.
Επομένως η Θεσσαλία έχει πρόβλημα επάρκειας νερού που πρέπει να λύσουμε αν θέλουμε να μην έχουμε ερημοποίηση της περιοχής και εγκατάλειψή της από τους κατοίκους όταν δεν θα μπορεί να τους συντηρήσει. Το πρόβλημα μπορεί να χωριστεί σε δύο τμήματα. Το ένα είναι η συγκράτηση και αποθήκευση νερού το χειμώνα όταν περισσεύει για να το έχουμε το καλοκαίρι. Το δεύτερο τμήμα είναι η εξοικονόμηση νερού τόσο κατά τη διανομή στα χωράφια όσο και κατά την εφαρμογή στο χωράφι.
Η συγκράτηση του νερού με ταμιευτήρες που πρέπει να κατασκευαστούν στα ορεινά της Θεσσαλίας και όπου αλλού μπορούμε όπως π.χ. στον ταμιευτήρα της Κάρλας απαιτεί έργα που πρέπει να προγραμματιστούν από την πολιτεία και να εκτελεστούν σε βάθος χρόνου. Δεδομένου ότι η Θεσσαλία είναι μια μεγάλη πεδιάδα περιτριγυρισμένη από βουνά, αυτό θα βοηθούσε σαφώς το υδατικό ισοζύγιο της περιοχής. Είναι βέβαιο ότι αυτά τα έργα δεν επαρκούν ακόμα και με τη σημερινή γεωργία. Γι’ αυτό έχει προταθεί ένα μέρος του νερού που χύνεται μέσω του Αχελώου στο Ιόνιο να μεταφερθεί στη Θεσσαλία και να λύσει σε έναν βαθμό το πρόβλημα. Παράλληλα όλοι οι ταμιευτήρες που θα γίνουν στα βουνά θα έχουν σημαντική υδραυλική ενέργεια που μπορεί να μετατραπεί σε φτηνή και καθαρή ηλεκτρική ενέργεια για τις ανάγκες μας. Η ενέργεια αυτή θα μειώσει τη χρήση λιγνίτη που είναι ρυπογόνος και η ΔΕΗ πληρώνει κάθε χρόνο πολλά χρήματα για πρόστιμα για τους ρύπους που φυσικά πληρώνουμε τελικά εμείς στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος. Για το θέμα έχουν γραφεί πολλά και έγινε μια ανάλυση των ενεργειακών, περιβαλλοντικών και γεωργικών επιπτώσεων σε τρία άρθρα που δημοσιεύτηκαν τον προηγούμενο μήνα στη πάντα φιλόξενη «Ελευθερία».
Γράφει ο Φάνης Γέμτος*
* Ο Φάνης Γέμτος είναι γεωπόνος, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας