Αυτή η γκρίνια είναι σχεδόν μόνιμη αλλά το τελευταίο διάστημα ακούω περισσότερα παράπονα. Ένα από αυτά αναφέρεται στις τιμές των καρπών ψυχανθών. Μετά από την εξαιρετικά «ευφυή» πολιτική των ισχυρών επιδοτήσεων σε βαμβάκι και σκληρό σιτάρι για να μεγιστοποιήσουμε τις εισροές από τις επιδοτήσεις της ΕΕ ακόμα και με μη νόμιμες πρακτικές, τα ψυχανθή ουσιαστικά εξαφανίστηκαν από τις καλλιέργειες της χώρας. Με το κλίμα μας ιδιαίτερα ευνοϊκό για τα ψυχανθή εμείς τα εξαφανίσαμε. Τα ψυχανθή είναι μια κατηγορία καλλιεργειών, που οι ρίζες τους δεσμεύουν άζωτο από την ατμόσφαιρα και όχι μόνο δεν χρειάζονται αζωτούχο λίπανση αλλά αφήνουν άζωτο για την επόμενη καλλιέργεια. Αυτό προφανώς μειώνει το κόστος παραγωγής τόσο για την ίδια την καλλιέργεια όσο και για την επόμενη χρονιά. Αμειψισπορές που περιλαμβάνουν ψυχανθή είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές για τις καλλιέργειες που ακολουθούν. Με την αλλαγή της ΚΑΠ και μάλλον με τη βοήθεια του κ. Τσαφτάρη, δόθηκε συνδεδεμένη επιδότηση στα ψυχανθή και η καλλιέργεια άρχισε να επανέρχεται. Τα ρεβίθια για καρπό ήταν μια από τις καλλιέργειες που πήγε καλά με τιμές των σπόρων στο 1 €/κιλό που έδινε πλούσιο εισόδημα. Την περσινή χρονιά όμως η παραγωγή έμεινε στις αποθήκες απογοητεύοντας τους παραγωγούς που αντέδρασαν μειώνοντας τις καλλιεργούμενες εκτάσεις. Ακούγοντας αυτή την ιστορία έμαθα ότι οι τιμές έπεσαν κάτω από τα 0,7 ευρώ/κιλό και η αιτία ήταν ότι έγινε εισαγωγή από τον Καναδά σε τιμή 0,4 ευρώ/κιλό. Είναι εύλογο να δημιουργηθεί απορία γιατί αυτή η διαφορά τιμής; Είναι τα δικά μας ρεβίθια τόσο υψηλότερης ποιότητας που να αξιολογηθούν ότι αξίζουν μεγαλύτερη τιμή; Δεδομένου ότι η τιμή ενός προϊόντος είναι η αξία που του δίνει ο καταναλωτής για να το αποκτήσει και προφανώς είναι διατεθειμένος να το πληρώσει, τότε το προϊόν μας δεν είναι τόσο καλύτερο από το Καναδικό. Και εδώ τίθεται ένα δεύτερο ερώτημα, πώς ο Καναδός παραγωγός παράγει το προϊόν σε αυτή τη τιμή; Έχει κάποια μυστικά που εμείς δεν ξέρουμε; Ή η καλλιέργεια μεγάλων αγροκτημάτων κατεβάζει τόσο το κόστος ώστε πουλώντας σε χαμηλή τιμή μπορεί ακόμα να κερδίζει; Πού βρίσκεται το πρόβλημα της Ελληνικής Γεωργίας; Στον μικρό κλήρο; Στα πολλά αγροτεμάχια μικρού μεγέθους; Στα πολλά μηχανήματα που δεν μπορούν να αποσβεστούν με το μέγεθος των αγροκτημάτων; Στις καλλιεργητικές πρακτικές όπως το όργωμα, υπερβολικές ποσότητες λιπασμάτων και σπόρου, σε μη απαραίτητους ψεκασμούς; Μήπως όλα αυτά μας κάνουν μη ανταγωνιστικούς; Πριν από λίγες μέρες άκουγα στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ τον υπουργό Γεωργίας που επαίρονταν ότι πέτυχε με τη νέα ΚΑΠ να μπορούν να βάζουν κόφτη στις επιδοτήσεις για να πηγαίνουν αυτές στους μικρούς αγρότες.
Ο λαϊκισμός δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο της παρούσας κυβέρνησης. Παλαιότερα θυμάμαι να δίνουν επί πλέον επιδοτήσεις βαμβακιού σε αγρότες κάτω των 50 στρεμμάτων και έτρεχαν όλοι να μοιράσουν τα χωράφια σε παππούδες και γιαγιάδες για να πάρουν κάτι παραπάνω. Το περίεργο είναι ότι ο υπουργός φαίνεται να είναι γεωπόνος. Αυτό το σημαντικό έχει η νέα ΚΑΠ; Πώς να εξαγοράσουμε ψήφους διατηρώντας μη βιώσιμα αγροκτήματα; Υποθέτω και η αντιπολίτευση θα συμφωνεί και θα υπερθεματίζει. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για την ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής Γεωργίας; Ποια μέτρα πρέπει να πάρουμε για να την αυξήσουμε; Είναι λύση να επιδοτούμε αγρότες για να ζουν με ελάχιστη εργασία; Με την εκμηχάνιση όλων των εργασιών σε εκτατικές καλλιέργειες η ανθρώπινη εργασία έχει ελαχιστοποιηθεί. Ένας αγρότης των 100 στρεμμάτων με σιτάρι χρειάζεται λιγότερο από 10 μεροκάματα για την παραγωγή του. Για τις ποτιστικές καλλιέργειες χρειάζεται κάτω από 30. Είναι δυνατό κάποιος να επιβιώνει με τόσο λίγη απασχόληση χάρη στις επιδοτήσεις με τα ιστορικά δικαιώματα; Είναι προφανές ότι δεν μπορεί ένας αγρότης με 50 και 100 στρέμματα με εκτατικές καλλιέργειες και τόσο μικρή απασχόληση να επιβιώνει.
Μια λύση είναι να γίνει αγρότης μερικής απασχόλησης και να καλύπτει το εισόδημά του με άλλη εργασία. Κάτι που είναι αποδεκτό και προωθείται σε όλο τον κόσμο σε εμάς είναι απαγορευμένο φορολογικά. Σήμερα βέβαια με την πολύ υψηλή ανεργία και αυτό είναι δύσκολο. Επομένως πρέπει να στραφούμε σε καλλιέργειες υψηλής αξίας, όπως τα οπωροκηπευτικά ή στην κτηνοτροφία που προσφέρουν μεγάλη απασχόληση και υψηλό κύκλο εργασιών. Με σωστή διαχείριση και μεγαλύτερο κέρδος. Και εδώ όμως υπάρχουν προβλήματα κυρίως στο θέμα της εμπορίας. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η δυνατότητα να πουλάμε μικροποσότητες στην αγορά περιορίζονται. Τα μεγάλα καταστήματα θέλουν ορισμένες ποσότητες και ποιότητα προϊόντων κάθε μέρα στην πόρτα τους. Πώς μπορεί ένας αγρότης των 50-100 στρεμμάτων να το κάνει; Ακόμα και ένας συνεταιρισμός με χαλαρή σύνδεση των μελών του δεν μπορεί να το επιτύχει. Περιμένουμε τα κοινωνικά επιδόματα για να επιβιώσουμε ή αποφασίζουμε να αλλάξουμε ριζικά συμπεριφορά για να ζήσουμε μια κανονική ζωή εργαζόμενοι και απολαμβάνοντας τους κόπους μας;
Είναι στο χέρι μας και η νέα κυβέρνηση καλά είναι να ηγηθεί της προσπάθειας αναδιάρθρωσης του αγροτικού τομέα και όχι συνεχιστής της άγονης πολιτικής επιδοτήσεων χωρίς αντίκρισμα.
Γράφει ο Φάνης Γέμτος*
* Ο Φάνης Γέμτος είναι γεωπόνος, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας